ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ΄105 //26.12.2019

ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ΄105 //26.12.2019

ΣΤΟΙΧΕΙΟ Γ΄105 ΕΑΡΜΕΘ

 

Τρίτη, 4/6/1985. Σάμος

Για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό καταπιάνομαι να γράψω – ας πούμε ημερολόγιο. Σβήνω το Lucky Boy – μαύρος παρήγορος σύντροφος της μοναξιάς του φαντάρου για να με δω λίγο. Αυτοκριτική; Ανασφάλεια; Ανάγκη; Όλα μαζί. Άλλωστε έσκασε η πρώτη γερή ψυχρολουσία στο στρατό – ΦΥΛΑΚΗ- εκτελών πλημμελώς τα καθήκοντα του κοιμούμενος στη σκοπιά κλπ.

Γύρω μου, μια Σάμος όλο πρόσχαρη φύση και μια ηρεμία γύρω μου που τη διακόπτει το βαθύ σφύριγμα του αέρα ανάμεσα  στο καφεπράσινο του πευκοδάσους.

Είμαι σε ύψωμα κάτω από το μοναστήρι της Παναγιάς (υποθέτω ότι είναι της Παναγίας, μα μπορεί και όχι). Γύρω από το φυλάκιο-τάφος, μια έκταση σκαμμένη από τις ερπύστριες των τανκς, επίπεδη, στεγνή, με κανένα δένδρο εδώ και εκεί. Την  ημέρα, αυτό το κενό, μου φαίνεται εχθρικό, όμως τη νύχτα αλλάζει. Κάτω από το ολόγεμο ασημένιο φεγγάρι, η μικρή έρημος γίνεται περίεργα φιλική, με χωρίζει από το σκοτεινό και άγνωστο, του δάσους.

Μπροστά μου διαγράφεται το γαλάζιο – ορίζοντας όχι καθαρός, η γραμμή του είναι κάπως θολή. Ο κόλπος που γνωρίζω τόσο καλά, με μια υποψία από Ηραίον και Καραβόπετρα φαίνεται απόμερος, μακριά από το πολύβουο πλήθος που ξεχύνεται μανιασμένα όσο μπαίνει το καλοκαίρι και τον οργώνει, τον χαίρεται η τον καταπατά.

Ηλιοβασίλεμα τώρα.

Σπάνια έδωσα σημασία σε ηλιοβασίλεμα άλλο από το ηλιοβασίλεμα που γνώρισα μικρός στο Ποτοκάκι, στο κόλπο του Ηραίου. Στην ουσία δεν έδωσα ποτέ σημασία σε αυτό καθεαυτό το ηλιοβασίλεμα. Πάντα κοίταζα χωρίς ποτέ να συνειδητοποιώ ακέρια την ομορφιά της Μυκάλης, τη θάλασσα και τα στενά, ενώ πίσω έδυε το χρυσό τόπι, στέλνοντας ακόντια, ράβδους χρυσού, στη ανατολή που το γέννησε.

Τώρα όμως παρατηρώ το ηλιοβασίλεμα και η θάλασσα είναι μακριά για να με ξελογιάσει. Να, μπροστά στη ξεχαρβαλωμένη πόρτα του φυλακίου Γ’ 105 στέκεται σοβαρή και μετρημένη μια πλαγία του Καρβούνη. Δεν ξέρω τίποτα για αυτή, για τις πέτρες της, τα βάτια της, τις ρεματιές και τα πεύκα της. Και σίγουρα κι`αυτή δεν ξέρει τίποτα για μένα.  

 

Τετάρτη 5/6/1985

Μια αγχώδης μέρα πέρασε ακίνδυνα. Ο ταξίαρχος δεν ήρθε για επιθεώρηση. Ίσως θα έπρεπε… Λογική του φαντάρου! … Όχι, δικοί μου φόβοι… Ψάρι! Ναι, αυτό … Είμαι ψάρι! Όσο και να το πολεμάω, αυτό σπαρταρά, το έχω από γεννησιμιού μου, να ψαρώνω! Ή μπορεί να το απόκτησα αργότερα …

Διάθεση … νεφελώδης, νυσταγμένη, νωθρή, σαν καμπούρα γριά, που βαρέθηκε τον εαυτό της, το περίμενε…

Σήμερα σηκώθηκε δαιμονισμένος αέρας. Από αυτούς που γδύνουν το νησί έτσι ξουριστά όπως φυσάνε με μανία.

Εδώ κανένας εύκολα στεγνώνει. Στεγνώνει η σκέψη του, στεγνώνει η καρδιά του, άμα δεν είναι συνηθισμένη να χτυπά για άλλονε. Αν δεν έχει πλαστεί μαζί με άλλων ανθρώπων  – αγαπητών ή ποθητών – τις καρδιές και τις λαχτάρες.

Έτσι και η δικιά μου καρδιά - με προδιάθεση να στεγνώσει – εδώ ξεραίνεται.

Δε βαριέσαι όμως και έτσι καλά είναι. Μόνο που καμιά φορά θαρρώ πως σκίζεται η κουρτίνα  από το μέλλον, ένα παραθυράκι μέσα στον ορίζοντα αυτής της προσωρινής ισορροπίας πούχω βρει εδώ. Και μετά πάλι αυτή η αγωνία, ο μηδενισμός, η αδυναμία και τρόμος … τρόμος…

 

Σάββατο 15/6/1985 8.20μμ

Απόγευμα που γλιστράει από τον ιδρώτα, ζεστό, με ήχους από τα ζουζούνια που παρεκτρέπονται από το δάσος και έρχονται κατ` επάνω στο αντιαεροπορικό φυλάκιο Γ’105, 20χιλ/mm ή ΕΑΡΜΕΘ όπως είναι γνωστό, λόγω της γειτνίασης με το στρατόπεδο των μαυροσκουφηδων. (τεθωρακισμένα)

Οι μέρες κυλούν, άλλες ράθυμα, τραγανίζοντας το είναι με την απραξία, θολώνοντας με την αδιαφορία τις πηγές της ψυχής μας, και άλλες με άγχος.

Τι λένε για μένα; Τι σκοπεύουν αυτοί οι γεμάτοι εμπάθεια μικροί άνθρωποι; Γιατί τέτοια κακεντρέχεια; Ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου. Λες και τα έχουμε πολλά.

Ο αέρας της ξεσυνόριας, του κουτσομπολιού και της μικροπρέπειας φτάνει μέχρι εδώ, στο φυλάκιο, στο βουνό. Άνθρωποι αδαείς, που ποτέ δεν σκέφτηκαν πέρα από το φράκτη της μύτης τους. Το χειρότερο άνθρωποι νέοι, που θάπρεπε να ΄χουν ιδανικά, φιλοδοξία για ζωή καινούργια, φιλότιμο και αυτοθυσία για τον διπλανό τους. Τίποτα. Κάπου, κάτι κρυμμένο, …μα και πάλι ο φόβος της δασκάλας, του μπαμπούλα, του αστυφύλακα, του λοχαγού… Μια λεπτή τρομοκρατία που πάει κατευθείαν στο μυαλό, να τι είναι η στρατιωτική ζωή.

Χθες με είδαν που τη κοπάνησα. Σήμερα που ξύπνησα και τους άνοιξα με το σλιπ … κουβέντες μπηχτές που στάζουν χολή. Τα γνωστά… ξεψάρωσε ο ψάρακας, δεν έτρεξε κλπ.

Το τι θα βγει τώρα δεν ξέρω - ίσως και άλλη φυλακή - το γνωστό άγχος άρχισε πάλι… Κυρίως αγχώνομαι για τους γέρους εκεί κάτω, τόσο κουρασμένοι – φτάνουνε σιγά σιγά στο πάτο της αντοχής τους... Χρειάζεται σκληράδα εδώ. Ο λοχαγός μάλλον θα με αφήσει να σαπίζω στην ΕΑΡΜΕΘ, γι αυτό χρειάζεται σκληράδα. Πιθανόν η επιφυλακή θα τραβήξει… πρέπει να τη δέχομαι σαν μόνιμη κατάσταση. Να παίρνω πιο αποφασιστικά τις αποφάσεις μου- ίσως χρειαστεί και κάποιο θράσος αφού τώρα είμαι στιγματισμένος ως «κακός» φαντάρος. Το μόνο που χρειάζομαι είναι 3-4 μέρες άδεια, να βοηθήσω λίγο τους γέρους στο χωριό, να με δουν , ο γέρος προπάντων … τον φοβάμαι, δεν πάει καλά…

Η ερημιά εδώ πάνω σε κάνει να σκέπτεσαι… να σκέπτεσαι… είναι όπως η νύχτα που σε κάνει να βλέπεις σε κάθε κίνηση απειλή, σε κάθε ήχο, κάτι εχθρικό, κακό. Όμως με πειθαρχία και σύνεση η σκέψη μπορεί να γίνει αφορμή  να οξύνεις την ικανότητα σου να ψυχολογείς… να, ας πούμε, τι ξέρω για τον Αλέκο;Τι κάνω για να τον επηρεάσω; Μάλλον τίποτα. Δεν έχουμε βρει τίποτα κοινό, ούτε καν γλώσσα.

Αυτός σαν πιο νέος ξεπερνά τα πράγματα επιφανειακά, έτσι έμαθε να τα αντιμετωπίζει. Ίσως σ’ αυτό να με έχει επηρεάσει λίγο.

Πλησιάζει 9 η ώρα. Πάντα νιώθω μια ανάταση, μια μικρή ευφορία ανάμεικτη με λίγη μελαγχολία ή νοσταλγία. Τέτοια ώρα έρχονται οι πιο abstract θύμησες. Εικόνες ξεκομμένες, σκόρπιες όπως άλλωστε ήταν η ζωή μου.

Γλυκιά ώρα, γλυκός τόπος, παρόλα τα χουνέρια του και τους ξένους σε μένα ανθρώπους. Να είσαι στο τόπο σου, και να είσαι ξένος.  Να είσαι στη ιδιαίτερη πατρίδα σου και αυτή να σε μάχεται σαν ξένο, σαν μητριά το ξένο σπόρο.

Κι όμως ξέρω αυτό το σιωπηλό βουνό καρσί δεν είναι ξένο. Κάτι ξέρουμε εμείς! Ο Καρβούνης είναι πιο σοφός απ΄ολους τους ανθρώπους του νησιού. Το βουνό κι η θάλασσα έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους. Είναι ήσυχα, σιωπηλά σαν θέλουν. Άγρια αν  το θελήσουν πάλι. Ε, μετά, είναι δυνατά, μεγάλα , που δεν το χωραει ο νους, ούτε … ο επιστημονικός. Μα πάνω απ΄όλα δίνουν ζωή. Γενναιόδωρη ζωή. Μια ανθρωπινή μήτρα πόση ζωή μπορεί να δώσει;  Να όμως, ο Καρβουνης και η Θάλασσα γεννάνε όλες τις μήτρες που δίνουν μήτρες, που δίνουν μήτρες-  τη ζωή.

 

Κυριακή 16/6/1985 7.30μμ

Μόλις φάγαμε. Είναι από τις μέρες που δίνονται εξηγήσεις, απτά και με ειλικρίνεια. Με τον λοχία/αρχιφύλακα και τον φαντάρο. Η δύναμη του στοιχείου Γ΄105 είμαστε εμείς οι δυο. Ο φαντάρος είμαι εγώ, ο Αλέκος ο αρχιφύλακας, είναι λοχίας.

Ο δόκιμος μου κολάει, προσπαθεί να με ψαρώσει. Απόψε θαρθει για έφοδο από τη μονάδα, κυριακάτικα, ειδικά για μένα. Τον ενοχλώ. Με κάθε τρόπο προσπαθεί να με προσβάλει, να δείξει ότι η διαφορά ηλικίας δεν είναι τίποτε, πότε με φτηνό χιούμορ ψευτόμαγκα, ανθρώπου περπατημένου και πότε με απειλές, τα γνωστά… στέρηση εξόδου, φυλακή κλπ. Αλλοίμονο, παιδάκι 20 χρονών, μου παίζει την εξουσία του ΔΕΑ που του τη χάρισαν χωρίς να ξέρει τι να την κάνει.

Αρκετά μ` αυτά.

Ακούω στο τρανζιστορακι μια λονδρέζικη μελώδια, είναι ένα κόκνευ τραγούδι. Οπωσδήποτε ακούγεται χαζό αν δεν πιάνεις τα λόγια και τον οξύ σκωπτικό χαρακτήρα τους, πίσω από μια πεταχτή, απλοϊκή και κάπως βλαμμένη μουσική.

King`s road, Chelsea... Νοσταλγία! ακριβώς πριν ένα χρόνο παρέπαια εκεί. Συνειδητά αφέθηκα να βουλιάζω. Και στο τέλος Banstead Hospital. Η μυρουδιά του θανάτου – ο γέρος που πέθαινε- Help! Όλη νύχτα, μέχρι να του βγει η ψυχή. Ο ινδός νοσοκόμος- γορίλας  και κουβεντούλα για τη δολοφονία της 'Ιντιρα Γκάντι και τους Σιχ- ένας μικρός Ελβετός στο άλλο διπλανό κρεβάτι, ένα γλυκό, ευγενικό αγόρι…

Άραγε η μυρουδιά της τρέλας είναι ιδία με αυτή του θανάτου;  Μάλλον όχι. Η τρέλα δεν έχει μυρουδιά όπως δεν έχει και όρια.

Περίεργη νοσταλγία που όσο σε πληγώνει τόσο τη θες, λες και η πικράδα της κάνει καλό. Τι μένει από αυτό το ταξίδι, τα τόσα χρόνια εκεί; Τι από τα Pubs, ούτε που θυμάμαι τα ονόματα τους, με τις νεφελώδης βραδιές, μέσα σε αναθυμιάσεις από τα pints της μπύρας…

Εδώ στο φυλάκιο, σ` αυτό το απόκοσμο μέρος, στη μέση ενός σκάμματος  οργωμένου από τις ερπύστριες, περιμένοντας την έφοδο, όλη η προηγούμενη ζωη μου, τα χρόνια στο ξένο τόπο, οι σπουδές, αρχίζουν να ξεθωριάζουν, να γίνονται σκιώδεις…

Κ.Β. 25.12.2019