ΝΤΕΛΊΒΕΡΙ

 

Ντελίβερι

«Εγώ μια εβδομάδα τώρα βλέπω στον ύπνο μου πως έχω τρία χέρια. Τι να σημαίνει; είναι καλό άραγε;», είπα.

«Πού να ξέρω! Εγώ βλέπω ένα χέρι, το δικό μου, να κρατάει ένα ποτήρι ουίσκι, πάω να το πιω, το λαχταρώ, αλλά το στόμα μου είναι σα ραμμένο. Δεν μπορώ να το ανοίξω και παιδεύομαι, δεν μπορώ να πιω το γαμωουίσκι».

«Τι είναι Jameson;».

«Άσε ρε τη πλάκα. Κώστα, νομίζω ότι θα πιώ, αλλά πραγματικά. Δεν αντέχω άλλο.»

Πίνω μια μεγάλη γουλιά ζεστό καφέ. Σκέφτομαι λίγο, μάλλον το εννοεί.

Είχαμε κανονίσει να βρεθούμε έξω απ` τον σταθμό ΗΣΑΠ Καλλιθέα. Είχα πάρει ένα καπουτσίνο με σακχαρίνη στο χέρι και περίμενα, με τη σιχαμένη προαίσθηση πως για άλλη μια φορά θα με έστηνε. Έπεσα έξω. Έφτασε, καβάλησε με το παπί το πεζόδρομο, έβγαλε το κράνος και πλησίασε ξεφυσώντας.

«Καφέ», είπα και του έδειξα απέναντι, «από κει πήρα το δικό μου, είναι καλύτερος».

Πήρε το φρέντο, τίγκα στη ζάχαρη και θρονιάστηκε δίπλα μου, στο παγκάκι.

«Κάτσε ρε πιο δίπλα, μη με κολλήσεις τίποτα. Όλη μέρα ντελίβερι, και σιγά μη φοράς μάσκα!».

«Και βέβαια φοράω, και εμβόλιο έχω κάνει, μεθαύριο πάω για τη δεύτερη δόση».

Εντυπωσιάστηκα.

«Μπράβο σου, αλλά μην είσαι τόσο κοντά στη μούρη μου, γιατί φτύνεις και αυτά τα βουλγάρικα στριφτά που φουμάρεις είναι σίγουρα τοξικά».

«Εντάξει. Τι κάνεις, ρε;», ρώτησε.

«Δουλεύω, πίνω καφέδες, αράζω εδώ ή στη πλατεία Κύπρου και κοιτάζω τις γκόμενες. Εσύ;».

«Είμαι κομμάτια», λέει και τον πιστεύω, έχει ρέψει. «Έχω γαμηθεί με τη Wolt, πονάω παντού, πάνω από δέκα ώρες στο μηχανάκι. Δεν είμαι πιτσιρικάς».

«Δεν βγαίνει; Ούτε με τα φιλοδωρήματα;».

«Σκατά φιλοδωρήματα, οι πιο πολλοί δεν δίνουν, άσε τώρα…».

«Τρομάζουν που σε βλέπουν με τέτοια φάτσα, ξυρίσου, κουρέψου, ρε Νικ, έχεις αφεθεί πάλι».

«Το ξέρω. Πάω σπίτι το βράδυ πτώμα, πέφτω, κοιμάμαι στο καναπέ μια δυο ώρες και πετάγομαι πάνω, όλη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ. Εσύ κοιμάσαι; παίρνεις το χάπι και εντάξει;».

«Ναι, παίρνω ένα xanax, xanax παίρνει όλη Ελλάδα! Κοιμάμαι, αλλά διακοπτόμενα και με εφιάλτες».

«Και εγώ βλέπω εφιάλτες».

«Αφού δεν κοιμάσαι, ρε μπόζο, παίζεις στο ιντερνέτ όλη νύχτα, το ξέρω!»

«Ε, όποτε κοιμάμαι εφιάλτες βλέπω».

Τότε μου έσκασε το ουίσκι, για το πώς θέλει να πιεί…

Του λέω, «Όλοι ζοριζόμαστε με το λοκντάουν και τα σχετικά. Έχεις περάσει και πιο ζόρικα, θυμάσαι ρε, και δεν ήπιες! Ούτε τώρα θα πιεις ρε μάγκα». Τον κοιτάζω σοβαρός, ίσια στη καρδιά.

«Την αντέχω, την πανδημία, δεν είναι αυτό…».

«Η Τζένη;» λέω.

«Ναι ρε!» κάνει και νομίζω πως πάει να σπάσει και να χυθεί στο πλακόστρωτο. «Βγήκε ο άντρας της από τη φυλακή, χάλια, άρρωστος, τον έχει αναλάβει…».

«Ξέρει για σας;».

«Όχι ρε, αλλά μου είπε για ένα διάστημα να μη βρεθούμε και εγώ τρελαίνομαι. Δεν υπάρχει τίποτα για μένα εκτός απ` τη…».

«Και άμα πας και πιεις», τον διακόπτω, «νομίζεις ότι θα τη κερδίσεις, τι στο πούτσο νομίζεις θα γίνει άμα πιεις και πετάξεις έντεκα χρόνια που είσαι καθαρός;».

«Και εσύ έχεις πει πως θέλεις να πιεις και άμα στη βαρέσει θα πιεις», μου λέει χωρίς να με κοιτάει. Αποφασίζω να μην αγριέψω.

«Όμως Νίκο, δεν έχω πιεί, μπορεί να λέω ότι μου καυλώσει, αλλά δεν έχω πιει. Άλλο να το λες, άλλο να το κάνεις».

«Δεν έχει νόημα…».

«Έχει και παραέχει και το ξέρουμε και οι δυό. Αν εμείς πιούμε πάει τέλειωσε, θα πιούμε σα ζώα, θα γίνουμε σκατά και όλα θα γίνουν σκατά. Πάλι».

«Είναι σκατά! Μη κοιτάς εσύ Κώστα, που έχεις σταθερή δουλειά, σπίτι και γυναίκα. Εγώ δεν έχω τίποτα, κλέβω το ρεύμα απ` τη ΔΕΗ, ρε μαλάκα. Τι θες να κάνω;».

«Να μην πιεις», είπα ήσυχα.

«Την αγαπώ, χωρίς αυτή βουλιάζω κάθε μέρα πιο πολύ».

Τρώω μια φλασιά και του λέω.

«Ρε, η κοπέλα δεν είπε να χωρίσετε. Λίγο χρόνο σου ζήτησε, να βοηθήσει τον άντρα της που είναι άρρωστος. Αυτό δείχνει εντάξει άνθρωπο, δεν μπορεί να τον παρατήσει και να τον πετάξει στο δρόμο, πάλι στη φυλακή θα καταλήξει. Έχει ευθύνη. Βοήθησέ τη. Μη κοιτάς πάλι τη πάρτι σου. Συμπαράσταση χρειάζεται».

Χτύπησα φλέβα.

«Ναι είναι χρυσή καρδιά», μουρμουρίζει.

Σαν να ισιώνει, φωτίζεται το πρόσωπο του.

«Κάνε υπομονή ρε φίλε και στήριξέ τη τώρα στα δύσκολα».

Τον κοιτάω πλαγίως. Εντάξει, λέω μέσα μου, δεν θα πιεί. Και πίνω μια γερή απ` τον καφέ μου.- 

Κ.Β. 19.12.2021