ΉΘΕΛΑ ΚΑΙ ΓΩ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ

ΉΘΕΛΑ ΚΑΙ ΓΩ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ

Ήθελα και γω να μιλήσω

Όταν ο επιστήθιος και πλέον στενός μου φίλος, ο οδοντοτεχνίτης Άλκης Δ. μου τηλεφώνησε για να μου πει, πως ύστερα από αρκετά χρόνια θα γίνονταν μια επανασυνάντηση της «παλιάς φρουράς» - έτσι χαρακτηριστικά μου είπε - την Τετάρτη, είπα αμέσως ναι. Ναι, οπωσδήποτε θα ερχόμουν, γιατί ακριβώς αυτό, μια επανασυνάντηση της Ομάδας, είχα στο μυαλό μου,  στο χώρο της Ομάδας, του τόνισα,  επειδή είχα νιώσει και εγώ την επιτακτική ανάγκη να γίνει. Κλείσαμε το τηλέφωνο χωρίς να πούμε τίποτα άλλο, εκείνη τη ζοφερή ημέρα.

Ο λόγος για αυτή την κινητοποίηση ήταν ο ξαφνικός, ο απρόσμενος θάνατος του κοινού μας φίλου Β.Κ., παλιού μέλους των Ανώνυμων Αλκοολικών, από όπου είχαμε ξεκινήσει τη γνωριμία μας. Από τους Α.Α. εγώ είχα αποστασιοποιηθεί όπως και ο Άλκης Δ., όχι όμως και ο Β.Κ, ο οποίος μπαινόβγαινε κατά διαστήματα σε διάφορες ομάδες ΑΑ, αλλά πάντα κατέληγε, όταν υποτροπίαζε, «στον Κύκλο των χαμένων 12 Βημάτων», όπως έλεγε χαριτολογώντας τη δική μας ομάδα ΑΑ.

Είχα γνωρίσει, αυτούς τους δυο, σε μια δύσκολη για μένα εποχή. Όταν χωρίς αληθινή πεποίθηση προς  τον εαυτό μου, ξεκινούσα φάσεις αυτοσχέδιας αποτοξίνωσης για να ξαναπέσω σε περιόδους αλλεπάλληλων πάρτι και κραιπάλης μέχρι τελικής πτώσης, έως ότου ένα ατύχημα (δικής μου υπαιτιότητας) παραλίγο να κοστίσει τη ζωή μιας φίλης. Τότε αποφάσισα να ζητήσω βοήθεια, σοκαρισμένος από το απρόσμενο για μένα, αλλά σχεδόν προαναγγελθέν δυστύχημα, όπως μου είπε, χωρίς θυμό ή παράπονο, η μόλις διασωθείσα φίλη μου, «αναπόφευκτο να συμβεί, σιγουράκι ήταν φιλαράκι» μου είχε πει, και μέσα από το βλέμμα της, την έκφραση του προσώπου της, ένιωσα ότι η αμοιβαία, θερμή και φιλική σχέση μας, είχε λήξει όπως και πράγματι έληξε. Αυτό το θλιβερό περιστατικό κατέστρεψε μια φιλία πολλών ετών, είχα σκεφτεί και ένιωσα πιο άσχημα απ`οτι εάν με είχε επιπλήξει ή βρίσει. Ένιωσα έναν παγερό φόβο, καθώς συνειδητοποιούσα την απώλεια και την ολοκληρωτική καταστροφή μιας σχέσης ιδιαίτερα σημαντικής για μένα, όμως το μέγεθος της αποτυχίας μου το κατάλαβα ξαφνικά και μέσα σε λίγες στιγμές, αφού όμως είχε συντελεστεί οριστικά.

Από τότε, μέσω των Τεταρτιάτικων συναντήσεων, που πολλές φορές μου ήταν ανυπόφορες, γιατί πολλοί από τους Ανώνυμους Αλκοολικούς ήταν ανυπόφοροι και δυσάρεστοι, συνδέθηκα με βαθιά φιλία, αρχικά με τον οδοντοτεχνίτη και ερασιτέχνη μουσικό, Άλκη Δ., άνθρωπο ανοιχτόμυαλο και προσηνή και αργότερα με τον σκεπτικιστή δημοσιογράφο και κριτικό, τον παθιασμένο με το θέατρο και την έβδομη τέχνη, άνθρωπο οξύνοα, καλλιεργημένο και πολύ γενναιόδωρο, τον Β.Κ.

 Ο ένας ήταν, λαϊκός τύπος και χωρατατζής, ο άλλος διανοούμενος με αναπτυγμένο χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ο ένας κλασικός κρεοφάγος, ο άλλος φανατικός ψαροφάγος. Κάπου στη μέση, ανάμεσα σε αυτούς τους δυο βρίσκομαι εγώ, σκεφτόμουν, όταν καθόμασταν κάπου για καφέ ή φαγητό και όντως καθόμουν ανάμεσά τους, ανάμεσα σε δυο αντίθετους πύργους ενός και του ίδιου οχυρού, σχολίαζα σιωπηλά παρατηρώντας, ακούγοντάς τους να συμφωνούν ή –πιο συχνά – να διαφωνούν.

 Τώρα όμως, ο ένας κατέρρευσε, πάει δεν υπάρχει πια, δηλαδή αυτοκαταστράφηκε, αυτοανατινάχτηκε λέω διαρκώς, όχι δίχως ταραχή, με στενοχώρια.

Ο Β.Κ. δεν πέθανε έτσι απλά, αυτοκτόνησε, απρόσμενα για όλους μας έγινε ένας αυτόχειρας και έτσι μας έριξε όλους εμάς, ναι, μας έριξε σε ένα είδος άφατης θλίψης, ζοφερής ανησυχίας και αβεβαιότητας. Με τέτοιες σκέψεις ήδη πλησίαζα στο μέρος της συνάντησης  των ΑΑ, όπου θα συναντούσα παλιούς γνωστούς αλλά και πολλούς άγνωστους που ήξεραν τον αυτόχειρα αλλά όχι εμένα και τον Άλκη Δ.

Οι συνεδρίες της δικής μας ομάδας ΑΑ γίνονταν αρχικά υπό την εποπτεία του ιδρυτή της, συνταξιούχου τώρα, γνωστού ψυχιάτρου και συγγραφέα, δρ Μ.Μ και της γυναίκας του, πρώην ηθοποιού του χοροθεάτρου και νυν δραματοθεραπεύτριας που είχε αναλάβει πλέον τα ηνία. Και με τους δυο, ο αυτόχειρας Β.Κ είχε αναπτύξει προσωπικές σχέσεις και όπως ήδη γνωρίζαμε ήταν σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης. Η αυτοκτονία του ίσως να αποτελούσε μεγαλύτερο σοκ γι’ αυτούς που υπήρξαν μέντορες και ταυτόχρονα θεραπευτές του, αλλά που απέτυχαν όμως ως τέτοιοι, αιφνιδιάστηκαν παντελώς, σκεπτόμουν,  καθώς χτυπούσα το κουδούνι στο κτίριο που στεγαζόμασταν, κοντά στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού. Μακριά από το Κέντρο όπου λειτουργούν οι περισσότερες μονάδες ΑΑ, είχα σκεφτεί τότε, όταν για πρώτη φορά χτυπούσα το ίδιο κουδούνι.

Η κυρίως αίθουσα συναντήσεων λειτουργούσε και κατελάμβανε όλο το 1ο όροφο μιας τετραώροφης οικοδομής του 80, ενώ στον 2ο υπήρχαν δυο μικρότερες αίθουσες, το γραφείο του θεραπευτή και μια μικρή βιβλιοθήκη.

Πριν καν μπω, από  τα μηχανάκια που ήταν παρκαρισμένα και στα δυο πεζοδρόμια και την οχλαγωγία που άκουγα να έρχεται από πάνω, κατάλαβα ότι η συνεδρία αυτής της Τετάρτης θα ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής. Ένιωσα αμήχανα, κάπως άβολα που αυτό το ιδιαίτερο πένθος θα μετατρέπονταν σε ένα είδος reunion με όλες τις σχετικές αλληλοενημερώσεις.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το θέμα του θανάτου του Β.Κ, ο δια της αυτοχειρίας θάνατος ενός από εμάς, κυριάρχησε πλήρως στην ατζέντα της συνάντησης και είχα την αίσθηση μιας τελετής μνημόσυνου αλκοολικών. «Ένα αλκοολικό μνημόσυνο», σφύριξα στο αυτί του χωρατατζή, οδοντοτεχνίτη φίλου που παρακολουθούσε συνοφρυωμένος τη συνάντηση. Ένευσε με το κεφάλι του, και κατάλαβα ότι ήθελε να μιλήσει και ακόμα, ότι το πώς και τι θα έλεγε τον απασχολούσε στο μέγιστο βαθμό. Μάλλον τον είχε απασχολήσει ήδη από την ώρα που αποφασίστηκε να ξαναβρεθούμε σε αυτόν  τον χώρο, όπου είχαμε συνάψει τις αρχικές μας σχέσεις με τον εκλιπόντα και γι’ αυτό τον ένιωθα πολύ σφιγμένο και αγχωμένο, πράγμα φυσικό δεδομένης της κατάστασης, αλλά και όχι φυσικό δεδομένου του χαραχτήρα  του. Εγώ ήμουν ο πάντα αγχωμένος, αυτός όχι, ήταν ο πάντα χαλαρός και όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο αποβιώσας κοινός μας φίλος, ήταν ο φιλοσοφημένα χαλαρός και με μουσικό τρόπο αισιόδοξος αλκοολικός.

Ήμασταν καθισμένοι δίπλα, δίπλα τόσο στριμωχτά ώστε πότε τα πόδια μας, πότε οι ώμοι μας, ακουμπούσαν ακούσια μέσα στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα. Ο Άλκης σήκωσε το χέρι του ζητώντας από τον συντονιστή να του δώσει τον λόγο.

 Διαγωνίως και απέναντί μου κάθονταν, όπως παρατήρησα, επίσης ο ένας δίπλα στην άλλη, το ζεύγος των θεραπευτών, ενώ τις λίγες φορές που συνέπιπταν να είναι παρόντες και οι δυο, ποτέ, από όσο θυμάμαι, δεν κάθονταν κοντά αλλά σε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις. Εκείνος εμφανώς γερασμένος, γκριζαρισμένος, αρκετά πιο αδύνατος και εκείνη πιο χλωμή όπως μου φάνηκε, αλλά σχεδόν ίδια, χωρίς ίχνος μέικ-απ, λεπτή και στητή, με τα μαλλιά της πιασμένα πίσω αφήνοντας εντελώς ακάλυπτο τον λευκό, μακρύ σαν κύκνου λαιμό της, αφύσικα ευθυτενής. Την παρατηρούσα προσεκτικά, όπως πάντα την παρατηρούσα, και τότε και τώρα, μια ιδιαίτερη, ακίνητη παρόλα αυτά χορευτική σιλουέτα, που ήταν αδύνατον να μην την παρατηρείς, σχολιάζαμε, στις κατ’ ιδίαν μεταξύ μας συναντήσεις με τον εκλιπόντα δημοσιογράφο και τον οδοντοτεχνίτη, Άλκη Δ.

Τότε αυτός άρχισε να λέει:

«Όταν έμαθα ότι ο Β.Κ έφυγε...» και σταμάτησε, δηλαδή η ομιλία του κόπηκε στη μέση σαν κλωστή και έμεινε ένα κενό εκείνη την ώρα να πλανιέται πάνω μας, όμως συνέχισε, «έχασα την γη κάτω από τα πόδια  μου. Όμως, στην κυριολεξία την  έχασα κάτω από τα πόδια μου. Έπεσα. Σωριάστηκα στο πάτωμα φαρδύς πλατύς και ξαφνικά έβλεπα το ταβάνι», άκουγα να λέει ο φίλος μου, απορημένος που δεν μου είπε τίποτα για τι του είχε συμβεί. «Και έκτοτε πέφτω. Χωρίς να το καταλαβαίνω, χωρίς να έχω κάποιο αίσθημα ιλίγγου, προαίσθημα ή κάτι, χάνω ακαριαία την ισορροπία μου … όχι, θα έλεγα ότι χάνω τον κόσμο …» συνέχισε να λέει, ενώ εγώ παρατηρούσα τους άλλους και κυρίως το ζεύγος των θεραπευτών, τον γιατρό και την ακόμα ωραία γυναίκα του, με σώμα και χάρη χορεύτριας, που άκουγαν προσηλωμένοι,  ωστόσο διαισθανόμουν  ότι ο ξερός, μονότονος τρόπος της αφήγησης του Άλκη, τους προκαλούσε ένα είδος δυσφορίας ή ανησυχίας και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα συνειδητοποίησα με μια απόλυτη βεβαιότητα μέσα μου, ότι είχαν κυριευτεί όχι μόνο από ανησυχία αλλά κυρίως από τρόμο, έναν ανεξήγητο φόβο, πράγμα που με παραξένεψε γιατί σε αυτούς, τον άνδρα επιστήμονα και συγγραφέα και τη γυναίκα, με την  καλλιτεχνική και  γι’ αυτό θεραπευτική φύση, που όλοι και όλες θαυμάζαμε, δεν μπορούσα να τους φανταστώ να διακατέχονται από τρόμο ή ακόμα και πανικό.

Αντιλήφθηκα, εκεί, καθισμένος ανάμεσα σε τόσους πρώην και νυν αλκοολικούς, που ίσως κάποιοι να ήταν ήδη εκείνη τη στιγμή πιωμένοι, ενώ κάποιοι άλλοι, σε αυτή τη νεκρώσιμη συνάντηση για τον αυτόχειρα Β.Κ, συνάντηση θανάσιμα απειλητική, θα πήγαιναν μετά τη λήξη της συνεδρίας και θα έπιναν, θα έπιναν μέχρι σκασμού, κάποιοι θα γίνονταν λιώμα, κομμάτια όπως λέμε, θα έπιναν όπως ποτέ δεν θα είχαν πιει για καιρό.

Ενώ ο Άλκης μιλούσε χωρίς ίχνος συναισθήματος, ναι, ουδέτερος, έτσι θα τον περιέγραφα, καταλάβαινα, ότι όλοι είχαν καταληφθεί όχι από ανησυχία ή έστω αβεβαιότητα, μα από λοξό τρόμο, γιατί ήταν λοξός δεν μπορούσα να καταλάβω. Γιατί η λέξη λοξός μου κόλλησε πιο πολύ από λέξεις όπως, φόβος ή πανικός του θανάτου, δέος μπρος στην αυτοκτονία, και άλλες, όχι, μου ήταν αδύνατον να καταλάβω γιατί το επίθετο λοξός ξεπηδούσε από μέσα μου, γίνονταν τόσο σημαντικό, το σημαντικότερο.

«Από τη στιγμή που έμαθα για το γεγονός» έτσι το ονόμασε ο Άλκης Δ. «έχω πέσει πέντε φόρες και μόνο μία, μόνο μία» επανέλαβε, «μπόρεσα και σηκώθηκα μόνος μου όρθιος, ενώ όλες τις άλλες χρειάστηκε να με σηκώσουν άλλοι, εγώ δεν μπορούσα, μου ήταν αδύνατον, δεν καταλάβαινα τίποτα, χωρίς όμως να λιποθυμήσω, νομίζω ότι δεν  λιποθύμησα ούτε για λίγα δευτερόλεπτα, έπεφτα φαρδύς πλατύς, χωρίς να το καταλάβω» ξαναείπε, «ήταν σαν να κόβεται μια κλωστή ή όπως όταν τελειώνει ένα στυλό μπικ, εκεί που γράφεις,  ξαφνικά δεν γράφεις πια, αλλά βλέπεις το χέρι σου να προσπαθεί να γράψει στο λευκό χαρτί». Έτσι το περιέγραψε και περιμέναμε να συνεχίσει. Τότε είπε. «Αυτά. Δεν έχω να πω τίποτα άλλο». Και σώπασε.

Είχαμε μείνει όλοι ακίνητοι και ακούγαμε την ησυχία μέσα στην αίθουσα των ΑΑ.

Μετά κάποιος ζήτησε τον λόγο, αλλά εγώ δεν άκουγα πλέον. Ήθελα και γω από νωρίς να μιλήσω, κάτι να πω για μένα και για τον αυτόχειρα.

Όμως δεν είπα τίποτα.

 

Κ.Β..04.03.16