H Eθνική Οδός Μητροπολέως

H Eθνική Οδός Μητροπολέως

Σήμερα πέθανε η Σουζάνα Γιορκ. Είναι πρωί και ακούω τις μουσικές του Κ. Τζουμα στο ράδιο… 

Τη Παρασκευή πέθανε ο θειος Στράτος. Η κηδεία έγινε το Σάββατο, ήταν μια ωραία κηδεία και μου άρεσε. Το βράδυ πήγαμε στα γενέθλια του Θ. στη Κυψέλη. Ο Θ. είναι σχεδόν κουφός, αλλά δεν το παραδέχεται, βάζει τη μουσική πολύ δυνατά, ώστε οι καλεσμένοι του να συνεννοούνται μεταξύ τους με νοήματα.

Αργά άρχισε να βρέχει δυνατά. Γυρίσαμε σπίτι. Χαράματα έβρεξε ξανά δυνατά.

Τη Κυριακή, το πρωί το πέρασα μαγειρεύοντας. Ήρθαν για φαί, ο Γ., ο Θ., και η Μ.Γ. Δεν είχα πολύ καλή διάθεση, αλλά η μέρα πέρασε με όλα αυτά και εκείνα και κάτι άλλα.

Πήγα για ύπνο διαβάζοντας Γιόζεφ Ροτ.

Ξύπνησα απότομα, το πρωί από ένα όνειρο.

Ήμουν, λέει, σε ένα μαγαζί τύπου καφέ, όπως αυτά που βρίσκει κανείς στους εθνικούς δρόμους, όπου σταματούν τα ταξιδιωτικά πούλμαν και τα ΚΤΕΛ. Όμως ο δρόμος ήταν η οδός Μητροπόλεως στο κέντρο της Αθήνας, και απέναντι μας ήταν το υπουργείο Παιδείας (το παλιό). Εγώ είχα επιμείνει πιο πολύ από τους άλλους συνταξιδιώτες,  να κάνουμε στάση εκεί, γιατί, κατά κάποιο τρόπο ταξίδευα συνεχώς  από το προηγούμενο όνειρο και είχα μια αγωνία, σαν κάτι να αναζητούσα η περίμενα να συμβεί.

Παρόλο που η οδός Μητροπόλεως έμοιαζε με επαρχιακό δρόμο, και το τοπίο με μεξικανική έρημο ήμασταν βέβαιοι ότι είμαστε σε πόλη με πολλούς κατοίκους. Το καφέ που είχα καθήσει, ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ανέμελους ταξιδιώτες, και εγώ αγωνιούσα για κάτι που θα έβλεπα να συμβεί απέναντι από κει που καθόμουν, αλλά μπορεί και να έψαχνα κάτι χωρίς να ξέρω τι ...

Ανήσυχος βγήκα στο πεζοδρόμιο και πήγα να χαζέψω στο διπλανό μαγαζί που πουλούσε γυαλιά ήλιου, παρεό και ψιλικά, όταν μπροστά μου βρέθηκε η Ν.Μ., μια συνάδελφος από τη δουλειά που τώρα έχει συνταξιοδοτηθεί, και μου είπε χωρίς περιστροφές, σαν γνήσιος άγγελος θανάτου :

 Η Β. μόλις ξύπνησε σήμερα το πρωί, είπε το όνομα σου και αμέσως πέθανε.

Τότε είπα μέσα μου: Tώρα θα νοιώσεις πόνο. Τώρα είναι που θα πονέσεις βαθιά … και  μέσα στη οδύνη θα ζήσεις ως το τέλος.

Kαι πράγματι, ξέσπασε μέσα μου μια καταιγίδα και άκουσα να ουρλιάζω μέσα στο μυαλό μου. Καταλάβαινα ότι άρχιζα να ξυπνώ από την ταραχή μου, αλλά ήμουν ακόμη μέσα στο όνειρο.

Άρχισα να τρέχω στους δρόμους της πόλης, που ξαφνικά ήταν παραλιακή και απομακρύνθηκα από την εθνική οδό Μητροπόλεως.

Για σκέψου σκέφτηκα, πως θα ήταν να είχες ζήσει τη ζωή σου με την Β., και τη σκέφτηκα... Σκέψου, την Β. να πεθαίνει με το όνομα σου στα χείλη της και ο πόνος με κατέκλυσε, οδυρόμενος, αγνοώντας το κόσμο που με κοίταζε, άρχισα να τρέχω, ήθελα να πάω προς το νερό, να βρω θάλασσα  να βραχώ. Και βρέθηκα σε μια παραλία με βράχια και λεπτό χρωματιστό σκουρόχρωμο πετραδάκι. Εκεί που έσκαγε το κύμα είχε πολλά μυτερά βράχια, μα εγώ μπήκα με τα  παπούτσια και το παντελόνι και βράχηκα ως πάνω από το γόνατο. Ήταν χειμώνας, παρά τον ήλιο και τη σκόνη στη οδό Μητροπόλεως, η θάλασσα ήταν χειμωνιάτικη και το νερό κρύο.

Τότε  ξύπνησα, με τη  καρδιά μου να χτυπά δυνατά και σκέφτηκα πως θα  ήταν η ζωή μου με την Β. αν δεν την είχα αφήσει, αν δεν την είχα απαρνηθεί. Πως θα ήταν αν την είχα δεχτεί, αν ειχα πει ναι, τότε. Πως θα ήταν αν όντως πέθαινε με το όνομα μου στο στόμα…  έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να ονειρευτώ μια άλλη ζωή και ίσως την ονειρεύτηκα στα αλήθεια…

Και σκέφτηκα, ότι η Ν.Μ. ήταν η ιδανικότερη αγγελιοφόρος του Χάρου, έτσι ξέπνοη και λιγάκι λείψανο που ήταν, όταν δουλεύαμε μαζί…

 

ΔΕΥΤΕΡΑ 17 ΓΕΝΑΡΗ 2011 [sonikekala]

foto-ART: