g 9,81

g 9,81

Ο Οδηγητής! 0 Οοδηγητηηής! Ο ο Οδηγητής! Έτσι, με ένταση και τράβηγμα στα φωνήεντα. Με το μόρτικο και κάπως αγοραίο τρόπο που ένας λαϊκός πλανόδιος εφημεριδοπώλης θα διαλαλούσε τη πραμάτεια του, στέκονταν στην είσοδο της αγοράς και άλλοτε στο σταθμό του ΗΣΑΠ, τις Παρασκευές τα μεσημέρια στο σχόλασμα, έξω από το εργοστάσιο της PHILIPS. Με νέους συντρόφους/ισσες για την εφημερίδα της Κουμμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας. Αυτός ήταν ήδη «παλιός». Αλλά πήγαινε πάντα στις εξορμήσεις της Νεολαίας, όχι γιατί έπρεπε να δίνει το παράδειγμα ως καθοδηγητής αλλά γιατί το γούσταρε. Του άρεσε αυτό το επιθετικό δυνατό Ο ο ο- που υψώνονταν πάνω από τα κεφάλια των ξαφνιασμένων περαστικών, μετά έπεφτε κοφτά, τσεκουράτα, γέμιζε το στόμα και ξαφνικά τα δόντια κομμάτιαζαν τον ήχο  –Δη-Γη-Της!

Σε μια τέτοια εξόρμηση της τοπικής ΚΝΕ την  γνώρισε, είχε έρθει από τη Σπουδάζουσα να «βοηθήσει» πριν την εξεταστική της, ήταν στην ΑΣΟΕΕ. Είχε ένα κοτσιδάκι που στα αγγλικά το λένε πιγκ-τειλ. Ήταν κοντούλα και πήγαινε με τα πόδια κάπως ανοιχτα με ένα παπίσιο βάδισμα. Το δέρμα της είχε το χρώμα του σταριου με μικρές κόκκινες πιτσιλιές, λίγες αλλά εμφανείς. Τα μάτια της έλαμπαν, καθαρά χωρίς ίχνος συννεφιάς. Την έλεγαν Μαρία.

Όταν για πρώτη φορά πιάστηκαν χέρι χέρι παρατήρησε ότι η παλάμη της ήταν πάντα ιδρωμένη, σαν όλη η αμηχανία και η συστολή της να μαζεύονταν εκεί στις χούφτες. Είχε χείλια κόκκινα με ολόγιομες γλυκές καμπύλες. Πριν κοιμηθούν μαζί για πρώτη φορά, του είπε ότι αυτός ήταν ο πρώτος της. Παρ` όλα αυτά ακόμα και όταν έπαψε να είναι παρθένα και μετά, που έγινε γυναίκα του, όταν χάθηκε η αμήχανη ντροπαλοσύνη της, οι παλάμες της εξακολουθούσαν να ιδρώνουν το ίδιο.  

Οδός Κουμουνδούρου και Μάζη γωνία. Σκύβει πάνω από το προκλητικά χαμηλό, σκουριασμένο κάγκελο του 5ου ορόφου. Κάτω ένας γέρικος στύλος της ΔΕΗ φωτίζει δυο σπασμένες πλάκες στο πεζοδρόμιο. Η άσφαλτος φαγωμένη, εκεί στο ρείθρο του πεζοδρομίου, σκάει ανώμαλα με εξογκώματα σαν μαύρους όζους. Ένα «σαμάρι» προεξέχει, ενώνει το ένα ρείθρο με το άλλο του απέναντι πεζοδρομίου, παγίδα του εργολάβου που πριν χρόνια έκανε ένα μερεμέτι για κάτι…  Δήμο, ΟΤΕ, ΔΕΗ, κανείς δεν θυμάται. Η άσφαλτος γλίστρησε στις άκρες του δρόμου ανασηκώθηκε σε μικρά σκοτεινά όρη και έμεινε εκεί. Για πάντα. Πιο πέρα από τη γωνία όπου είναι η πολυκατοικία χάσκει μια αρχαία, βαριά σχάρα απορροής των όμβριων. Κάθε φορά που σκύβει ακουμπώντας με τους αγκώνες πάνω στο χαμηλό κάγκελο φορώντας τη φόρμα του που έχει αντικαταστήσει πλέον τη πυτζάμα, βλέπει στη κατακόρυφο κάποια κινούμενη όρθια σιλουέτα πεζού, που και που κανένα αδέσποτο. Σκύβει λίγο παραπάνω, στηριγμένος στο κάγκελο, γιατί τον εμποδίζουν οι τέντες των από κάτω που εξέχουν ελαφρά στην κατακόρυφο της πολυκατοικίας. Δυο σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου, ένα σαμάρι στην άσφαλτο, μια σχάρα υπονόμου, σταθερά και αιώνια, εκεί πάντα! Η γωνία Κουμουνδούρου και Μάζη θεωρούμενη από το ύψος του 5ου ορόφου είναι η παγωμένη λίμνη του Κάθεμερα.

Ζωή! Ένα μουτράκι, στην αρχή θα το έλεγες ποντικίσιο, μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι αυτό το στεγνό πρόσωπο στεφανωμένο με απείθαρχες καστανές μπούκλες ήταν όλο, δυό μάτια. Μια στοχαστική, πειθαρχημένη πείνα ήταν τα μάτια της. Αδύνατη, λεπτή σιλουέτα, η Ζωή ντύνονταν με στενά τζην και μπουφάν, ατημέλητα, την έδειχναν πιο κοκαλιάρα από ότι ήταν πραγματικά. Δεν θα την έλεγε κανείς όμορφη. Όμως είχε κάτι που έκανε όλους σχεδόν τους άντρες να τη προσέχουν. Όπως και αυτός την πρόσεξε. Σαν να το χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ο πόθος! Όταν την είδε για πρώτη φορά γυμνή μπροστά του κόπηκε η ανάσα. Τον είχε ξεγελάσει, με τη ατημελησία και τη πρόχειρη εμφάνιση της, ξαφνικά συνειδητοποίησε τη σπαθάτη ομορφιά της νέας γυναίκας. Αυτά τα μυτερά ολοστρόγγυλα μήλα στο λεπτό κορμί! Έκαναν έρωτα με αδηφαγία, λαίμαργα. Αυτός δεν είχε νοιώσει ποτέ έτσι μέσα σε μια γυναίκα. Μαζί της ήταν συνέχεια καυλωμένος, μπορούσε να είναι μαζί της όπως ήθελε, να αφεθεί στη φαντασία και στις φαντασιώσεις. Τι  ήταν αυτό  που έκανε τη σάρκα να γίνεται ένα αγρίμι όλο χυμούς? Το απαγορευμένο κρεβάτι? Επειδή αυτός ήταν παντρεμένος!  Ότι όταν έκαναν έρωτα αυτή φαίνονταν να τον αψηφά, να τον αγνοεί? Ότι και να ήταν, μαζί της ήταν ξυπνητός, γιατί το κορμί είχε ξυπνήσει. Ήθελε να την καταβροχθίσει. Εκείνη τον άφηνε. Σοβαρή, μέσα από το βάθος των μαύρων ματιών της ένοιωθε ότι τον μετρούσε, περίμενε και τον ζύγιζε. Πόσους εραστές είχε? Χωρίς καμιά τύψη του είπε ότι είχε κοιμηθεί με τον αρχισυντάκτη του περιοδικού που δούλευε, νέα δημοσιογράφος, φιλόδοξη. Ένα μείγμα αριβισμού και εύθραυστης καστανής ονειροπόλησης.

Ο έρωτας είναι ένα βαθύ πηγάδι του είπε ένα βράδυ, όταν αυτός της ξομολογήθηκε ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, την αγαπούσε και θα παρατούσε γυναίκα και παιδί για χάρη της. Τα βαθιά πηγάδια είναι για πνίξιμο και καμιά σχέση δεν έχουν με αγάπες, του γύρισε με μια βραχνάδα στη  σίγουρη φωνή της.  Εσύ είσαι το πιο βαθύ πηγάδι που έχω πέσει και δεν θα βγω ποτέ, απάντησε. Η Ζωή έμεινε να τον κοιτά, μετά ανασήκωσε τους ώμους, πρόβλημα σου, είπε σιγά  με  ένα τόνο τρυφεράδας στη βραχνάδα της,  έτσι του φάνηκε.

Έκαναν έρωτα όλη νύχτα τόσο που κατάπιε την μυρωδιά της,  μπήκε μέσα του και βγήκε στην ανάσα του. Δεν μπορούσε να κρυφτεί από τη γυναίκα του. Τα είπε όλα στη Μαρία. Κρίση, κλάματα, κλονισμός. Και υπεύθυνες επιλογές. Και κουβέντες ενήλικων. Η Ζωή χάθηκε από τη ζωή του έτσι όπως εμφανίστηκε σαν κομήτης. Αυτός πάντως για χρόνια της τηλεφωνούσε ανήμερα της γιορτής της, της Ζωοδόχου Πηγής, μήπως πάρει κανένα ψίχουλο πίσω. Δεν υπήρχαν κινητά τότε.

Είχε φύγει πια από την καθοδήγηση της Πανασπουδαστικης. Οι καιροί άλλαζαν, το κόμμα είχε αποφασίσει άνοιγμα στη νεολαία και μαζικές στρατολογήσεις. Με ευχαρίστηση άφησε τις μάχες στα αμφιθέατρα όπου ένοιωθε άβολα ουτως η άλλως. Η κομματική δουλειά στη συνοικία, όσο ρουτινιάρικη και αν ήταν του φαίνονταν πιο ανθρώπινη, οι άνθρωποι πιο γειωμένοι. Συνεπής και υπεύθυνος, μα πάντα κρατούσε τους άλλους σε απόσταση που για κάποιους δεν έμοιαζε και πολύ συντροφική. Του άρεσε η δουλειά να είναι κάπως χειρωνακτική απεχθάνονταν τις θεωρίες. Με τη Μαρία άρχισαν να συζούν. Όταν έχασε τη μητέρα του, (ο πατέρας είχε φύγει πρώτος όταν ήταν ήδη στο δεύτερο έτος του φυσικού στη Πάτρα), μετακόμισαν στο διαμέρισμα του 5ου , Κουμουνδούρου και Μάζη γωνία. Δούλευε με ιδιαίτερα και σε φροντιστήρια.

Ήταν η εποχή Γκορμπατσόφ, στο κόμμα επικρατούσε σύγχυση και αμηχανία. Δεν κράτησε πολύ. Ξαφνικά, όλα απογειώθηκαν. 1989. Με τη πτώση του τείχους έγινε πατέρας. Λίγους μήνες πριν είχαν παντρευτεί, με τη κοιλιά της Μαρίας ήδη φουσκωμένη, με πολιτικό γάμο σε στενό κύκλο. Τα σόγια ιδιαίτερα τα δικά της στράβωσαν αλλά το κατάπιαν.

Όλα άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα. Επιτάχυνση! Η ιστορία έβγαλε το προσωπείο της και έδειξε το πραγματικό της, αυτό της Μέδουσας. Μετά από 16 χρόνια, όλη δηλαδή η ενήλικη ζωή του, βρέθηκε διαγραμμένος εκτός κόμματος. Όπως και άλλοι πολλοί σαν  αυτόν, στη στροφή επάνω, βρέθηκαν εκτός γραμμής και το κομματικό φορτηγό τους άδειασε στο χαντάκι που έπεσαν τα μπάζα από το πρώην υπαρκτό σοσιαλισμό.

Ήταν τότε που προσγειώθηκε πάνω σε ένα αστέρι που το έλεγαν Ζωή. Το καρυδότσουφλο που πάντα θεωρούσε ότι είναι η τύχη του ταρακουνήθηκε με βία που τρόμαξε και αυτόν και τους γύρω του. Χρέος είναι το καρυδότσουφλο να το κρατούμε σε σωστή ρότα και να το οδηγήσουμε σε απάνεμο λιμάνι , αυτή την βασική εντολή είχε λάβει από το σπίτι του, το σπίτι του 5ου ορόφου. Αυτή την βασική εντολή πάντα ακλουθούσε, στη προσωπική, επαγγελματική και κομματική ζωή του. Δεν την αψήφησε ποτέ.

Το έθνος ευωχείται, ο λαός ευτυχεί, μπρος στις οθόνες του παρελαύνουν,  ο ατσαλάκωτος δήμαρχος Αθηναίων Αβραμόπουλος και η επικεφαλής της εθνικής και διεθνούς καμπάνιας, Ολυμπιακοί Αγώνες Αθήνα 2004, κα Αγγελοπούλου με το μαλλί εξίσου ατσαλάκωτο όσο το κοστούμι και η φάτσα του δημάρχου. Οι τηλεοράσεις όλης της επικράτειας προτού πάνε για ύπνο εκπέμπουν χαρά και αισιοδοξία για τη τιμή και τη δόξα, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις που πακτωλός θα εισρεύσουν στη χώρα που ανακάλυψε, Φιλοσοφώντας, την Δημοκρατία και την Τραγωδία.

 Είναι Σεπτέμβρης του 97, ακόμα η ζέστη κρατά τη πόλη ιδρωμένη. Σκύβει, κοιτά κάτω από άνοιγμα του μπαλκονιού του 5ου  με τις μισοσηκωμένες τέντες,  προς τις χαλασμένες πλάκες του πεζοδρομίου. Φορεί το σκούρο μπλε  παντελόνι της addidas φόρμας του και από πάνω ένα άσπρο φανελάκι με τιράντα, Μινέρβα. Όμορφη βαμβακένια αίσθηση, ελεύθεροι οι γυμνοί ώμοι, ωραία ανδρική ανακάλυψη που οι γυναίκες δεν έχουν ακόμη ιδιοποιηθεί! Απέναντι φαίνονται μόνο οι σιλουέτες των ηλιακών και των κεραιών τηλεόρασης, ευτυχώς είναι μια παλιά 4ωροφη οικοδομή.  Δεν θα άντεχε να βγαίνει στο ήδη ασφυκτικά γεμάτο μπαλκόνι τους από τις γλάστρες της γυναίκας του, την μεταλλική δίφυλλη ντουλάπα, το ποδήλατο του μικρού και να αντικρίζει τους απέναντι. Μια σειρήνα πυροσβεστικής πλησιάζει και μετά απομακρύνεται. Θόρυβοι πόλης. Την ώρα προτού ξημερώσει. Είναι, λένε, η ώρα που το πνεύμα των ανθρώπων βρίσκεται στη μεγίστη διαύγεια του. Η ώρα που οι συγγραφείς γραφούν τις καλύτερες γραμμές τους και γίνονται οι πιο πολλές αυτοκτονίες.

Αυτός τώρα ανασηκώνει τάχα ανήξερος τους ώμους αλλά ήδη ξέρει, τοχει νοιώσει τόσες φόρες που σηκώνεται τέτοια ώρα και καπνίζει ότι η ώρα πριν την αυγή, είναι πράγματι τότε που είναι πιο κοντά στον εαυτό του, η τουλάχιστον σε αυτό που νομίζει ότι είναι ο εαυτός του.

Συγγραφέας σίγουρα δεν είναι, όσο για το άλλο, σκέφτεται, ανάβοντας ένα ακόμη τσιγάρο, αν η πνευματική διαύγεια ωθεί τους αυτόχειρες να κάνουν πράξη τη φοβερή πρόθεση τους, τότε όλα τα στερεότυπα για αυτούς και την πράξη τους ανατρέπονται, όλα τα κλισέ που θέλουν την αυτοχειρία μια πράξη κοντόφθαλμη, απελπισμένης σύγχυσης και άρρωστων νεύρων. Οι άνθρωποι τελικά δίνουν βολικές λύσεις στους φόβους τους, σκεπάζουν τα ίχνη των λαθών τους με θυμωμένα ψέματα, χοντροειδή για τους πολλούς, πιο ραφινάτα για τους καλλιεργημένους,  λέει  στο φίκο δίπλα του φυσώντας το καπνό καταπάνω του.

Εδώ και μερικά χρόνια δεν έχει κανένα λόγο «αντικειμενικά» να ανησυχεί, να αγχώνεται, να μην περνά καλά.  Έχει κάνει μια καλή οικογένεια, έχει την Μαρία, ένας θησαυρός που τον έχει λατρέψει από την αρχή, που στην ώρα της κρίσης όταν ήταν έτοιμος να τα διαλύσει στάθηκε γενναία, τον συγχώρεσε. Έχει ένα γιο, έχει υγεία,  δικό του φροντιστήριο «συνεταιρικά» με ένα ζευγάρι συναδέλφων, δεν χρωστά, δεν του χρεωστάνε, δεν πίνει, μόνο καπνίζει αυτό είναι το μόνο κουσούρι του. Πολλή δουλειά, καλά λεφτά. Τι του φταίει? Είχε κάνει τη σωστή επιλογή τότε, όταν ήταν κομματόσκυλο και του πρότεινε το κόμμα να γίνει επαγγελματικό στέλεχος, είπε όχι, ευχαριστώ. Είπε όχι, ευχαριστώ, στο καθηγητηλικι στο δημόσιο, μέχρι τώρα δεν έχει μετανιώσει. Όλα καλά λοιπόν!

«Αντικειμενικά» ναι.

Σε μια από τις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου σπάνε τα γυαλιά μυωπίας  που φτάνουν πρώτα, από τον  5ο όροφο. Σκελετός FACE collection, κρύσταλλα CARL ZEISS, tinted glass με ειδική επίστρωση απορροφητική για το UV φως, χρωματισμένα ελαφρώς σε μια αδιόρατη πρασινωπή απόχρωση. Καλό ακριβό γυαλί. Για τα μάτια που μας οδηγούν στη ζωή, και για τα πόδια που μας στηρίζουν μη τσιγκουνευτείς ποτέ, τον συμβούλευε ο γέρος και για αυτό ποτέ δεν σκέφτηκε να κάνει οικονομία σε γυαλιά και παπούτσια. Το ίδιο ακριβώς έχει πει και στον μικρό του γιο.

Το κρύσταλλο  θρυμματίζεται με ένα οξύ ήχο, που ακούγεται σε όλη τη γειτονιά, περνά μέσα από τα κατεβασμένα ρολά και μπαίνει στις κρεβατοκάμαρες των κοιμισμένων, εκείνη την ώρα λίγο πριν την ανατολή που οι ξυπνητοί είναι διπλά ξύπνιοι και όσοι κοιμούνται είναι στο πιο βαθύ ύπνο, αυτόν που τον λένε REM φάση.

Οι ανόητοι ζουν χωρίς να είναι ευχαριστημένοι που ζουν είχε  πει ο φιλόσοφος Δημόκριτος. Φιλοσοφία. Του άρεσε, διάβαζε κάποτε, προσωκρατικούς και Αριστοτέλη, όχι μόνο μαρξισμό, Λουκατς και Ένγκελς. Ναι, ξέρει αυτή τη φράση, ξεπηδά από μέσα του κάθε βράδυ εδώ και μήνες, την ίδια ώρα και τότε σηκώνεται, πάει στο μπαλκόνι να καπνίσει μέχρι να ξημερώσει, μόνος. Είναι ανόητος? Περιφρονεί τα δώρα που του χαρίστηκαν? Είναι ένας ακόμη αλαζόνας? Για κάποιο άγνωστο λόγο αν ο Δημόκριτος έστεκε δίπλα του, θα καταλάβαινε, δεν θα τον κατάτασσε στη χορεία των ανόητων.

Στο τρίτο όροφο η ξεθωριασμένη από τον καιρό τέντα έχει σκιστεί, σχεδόν σάπια. Τους ενοίκους του σπιτιού τους ξέρει, ένα ζευγάρι μεσόκοπων με μια κόρη που πρόσφατα τη πάντρεψαν και πήγε να μείνει με τον άντρα της. Χρόνια πριν η γυναίκα του τρίτου ήταν μια φλογερή, μαυρομαλλουσα γυναίκα. Έλεγαν για αυτή διάφορα, όταν έλειπε ο σύζυγος… τον είχε κοιτάξει μια μέρα με ένα τρόπο που δεν χρειαζόταν μετάφραση, πήρε το μήνυμα  αλλά δεν τόλμησε. Για μήνες την έβλεπε, μέσα του το ζώο κλωτσούσε, αυνανίζονταν κάθε βράδυ, γδύνοντας τη γυναίκα του τρίτου κάτω από τα βλέφαρα του, μέχρι που πέρασε ο καιρός. Μια μέρα που πέρασε να δει τη μάνα του, στο ασανσέρ συνάντησε μια παχιά βαμμένη γυναίκα με παντόφλες που μύριζε τσιγάρο. Κρατήθηκε να δείξει την έκπληξη του, χαιρετήθηκαν εγκάρδια. Του έφυγε η σύγχυση και το άγχος που είχε  όποτε έβλεπε τον μαυρομάτη απίστευτα, θηλυκό πειρασμό. Τώρα ο κίνδυνος είχε περάσει, είχε γίνει μια ακόμα βαριά κουρασμένη γειτόνισσα. Στάθηκε στη πόρτα του ανελκυστήρα και μίλησαν σαν παλιοί γνωστοί, αυτός που όταν την έβλεπε τον έπιανε γλωσσοδέτης, ανακουφισμένος. Μετά καθώς έκανε να μπει στο διαμέρισμα του ήρθε μια στυφή γεύση. Αυτός? Τι είχε γίνει αυτός?

 Σαν σε ταινία θυμάται, σε ελεύθερη πτώση διασχίζει το κενό  και το  σκονισμένο μπαλκονάκι του τρίτου περνά μπρος στο οπτικό του πεδίο, καθώς πέφτει. Τα γυαλιά του έχουν προπορευτεί, ακούει το κρύσταλλο «τσαις ιενα» να σπάει  πάνω στη πλάκα του πεζοδρομίου.  

Λοιπόν, εκεί πάνω, από τον 5ο  όροφο, αυτός που τον κοιτά, να είναι ο Δημόκριτος? Τι να κάνει τη γνώση ένας άντρας όταν έχει χάσει το νόημα? Για αυτό πρόκειται! Και είναι κάτι απλό, διαυγές και κρυστάλλινο. Ακόμα και ένας φιλόσοφος ίσως να μπορεί να το δει! Τα πράγματα που τον επέλεξαν για να τους δώσει νόημα και  για να έχει ο ίδιος νόημα, δεν υπάρχουν πια. Ο Δημόκριτος ως φιλόσοφος μπορεί να με καταλάβει μπορεί  και όχι, σκέπτεται,  αλλά σαν άντρας σίγουρα μπορεί.

Τώρα βρίσκεται, κάτω από την εξουσία ενός και μοναδικού νόμου, του πιο δημοκρατικού, που δεν μπορεί κανείς να τον αψηφήσει. Του νόμου της βαρύτητας. Μπορεί να τον εξηγήσει στον Δημόκριτο, σαν φυσικός προς φιλόσοφο, να του εξηγήσει την επιτάχυνση λογω του βαρυτικού πεδίου της γης  δηλ. τη σταθερά g που ισούται με 9,81m/s2. Αυτό σημαίνει ότι, για ένα αντικείμενο, που εκτελεί ελεύθερη πτώση κοντά στην επιφάνεια της γης, η ταχύτητα του θα αυξάνεται με ρυθμό 9,81 m/s για κάθε δευτερόλεπτο της πτώσης του. Έτσι, ένα αντικείμενο από κατάσταση ηρεμίας και αφού αφεθεί ελεύθερο θα έχει ταχύτητα 9,81 m/s μετά από ένα δευτερόλεπτο, 19,62 m/s μετά από δύο δευτερόλεπτα, κ.ο.κ. Δεν βιάζεται, υπάρχει χρόνος για μια σύντομη εισαγωγή στη Νευτώνεια φυσική και πολλά από τα ερωτήματα του φιλόσοφου θα απαντηθούν.

Είναι που ο χρόνος όταν πέφτει κάποιος με το κεφάλι και πάει να συναντήσει τις πλάκες του πεζοδρομίου διαστέλλεται, κάθε κλάσμα ενός δευτερολέπτου μπορεί να τεντώσει σαν μια ολόκληρη ώρα αρκετή να δεις τη ζωή σου να περνά από μπροστά ή για μια κουβεντούλα με ένα προσωκρατικό.

 

 Θαρρεί πως ακούει μια φωνή, μια γνώριμη φωνή, καθώς πλέον τα  μαύρα λοφάκια της ασφάλτου πλησιάζουν όλο και πιο γρήγορα, Ο- Ο-ΔΗ-ΓΗ-ΤΗΣ, και ξανά, μια δυνατή μόρτικη φωνή πλανοδίου εφημεριδοπώλη.

Οι  ασφάλτινοι λόφοι της οδού Μάζη, τώρα γίνονται, βουνά και κοιλάδες. Είναι οι πιο αδιάσειστες αποδείξεις της ύπαρξης της γήινης βαρύτητας, αν δεν υπήρχε αυτή, οι πίεση από τις δυνάμεις που εφαρμόζονται επί της ασφάλτου θα είχε σφεντονίσει κυμάτια υλικού προς το διάστημα με ταχύτητα ανάλογη της δύναμης που ασκήθηκε σε κάθε μονάδα επιφάνειας τους, εξηγεί στον Δημόκριτο που ήσυχα παρακολουθεί τη πτώση του, υπό την επιτάχυνση της βαρύτητας, από το μπαλκόνι του 5ου ορόφου της πολυκατοικίας Κουμουνδούρου και Μάζη γωνία.

Ανοήμονες βιούσι ού τερπόμενοι βιούν.   (μτφ.: Οι ανόητοι ζουν χωρίς να είναι ευχαριστημένοι που ζουν ) ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

17.2.2014

Κ.Β.ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ