ΕΝΑ ΤΙΚ ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ //02.10.2019

ΕΝΑ ΤΙΚ ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ //02.10.2019

ΕΝΑ ΤΙΚ ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ

Γνώριζα ήδη ότι αυτή η κίνηση θα μου τραβούσε τη  προσοχή, θα με γοήτευε. Έβλεπα μόνο το δεξί χέρι, και αυτό όχι όλες τις φορές ολόκληρο, και μέρος του προφίλ της, διακοπτόμενο, καθώς μετακινιόταν ελαφρώς μιλώντας με τη φίλη της, ακουμπισμένες και οι δυο στο τσιμεντένιο ρείθρο. Διαγώνια όπως καθόμουν, στο οπτικό μου πεδίο μεσολαβούσε η κολώνα της βεράντας μου, πού έκρυβε τις δυο ξένες. Με την άκρη του ματιού μου περισσότερο άκουγα (παρά έβλεπα) την παρουσία των δύο γυναικών.

 Η μία ήταν ξανθιά, εύσωμη, μια βόρεια γυναίκα (μπορώ και σήμερα με ευκολία να ανακαλέσω την εικόνα της στην μνήμη μου), όμως την άλλη, δεν θα μπορούσα, γιατί περισσότερο μου τράβηξε την προσοχή το περίγραμμά της και η κίνησή της, η σιλουέτα της, παρά το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά της. Ήταν από κείνες τις λιγνές, οξύκορφες, με μακριά λεπτά άκρα. Είχε ανοιχτά καστανά ίσια μαλλιά, πιασμένα πίσω σε μία μικρή αλογοουρά.

Μιλούσαν έντονα, γελούσαν, σε μία ακαθόριστη γλώσσα -όχι αγγλικά- πίνοντας αναψυκτικά, έχοντας τελειώσει το μπάνιο τους και ντυθεί, χασομερώντας  μισοκαθισμένες στο περβάζι, προτού ανηφορίσουν για το γειτονικό ξενοδοχείο. Περίμενα την κίνησή της, σαν συνέχεια της κίνησης, της σιλουέτας της, ανάμεσα στους λουόμενους της παραλίας, λεπτοφυούσα, εύθραυστη και συνάμα νευρώδης.

Τώρα στο τέλος της μέρας, απόγευμα, ήρθαν και κούρνιασαν στην άκρη του τσιμέντου.

Βλέπω μόνο ένα λεπτό, οστέινο χέρι να κινείται, ενώ το υπόλοιπο σώμα είναι κρυμμένο πίσω από την κολώνα.

Νομίζω ότι θα σταματήσει την κίνηση αυτή, με ξεγελά, κάθε φορά ξαναρχίζει μία νέα, πιάνει το ποτήρι με τη γρανίτα, το φέρνει στο στόμα και καθώς γέρνει να ρουφήξει από το καλαμάκι, βλέπω ένα κυρτό τσουλούφι, λίγο από το πρόσωπο, από το στόμα και το πηγούνι.

 Όχι άσχημο πρόσωπο, σκέφτομαι, αλλά ούτε και όμορφο, απαντώ.

Η περιέργειά μου εξάπτεται. Θέλω να τη δω, να την καταγράψω… Το χέρι της εξακολουθεί να τρίβει το μέτωπό της και … το χέρι αναρωτιέται τάχα, τι είναι αυτό το δερμάτινο σκουπιδάκι που αποκόμισε … με μία ελαφριά, κοφτή κίνηση με τα ακροδάχτυλα απαλλάσσεται από αυτό. Μετά  εξερευνά το πτερύγιο του δεξιού αυτιού της. Είναι όμορφο, συγκινητικά  χαριτωμένο, σκέφτομαι, και πάλι η ίδια η εξερεύνηση των δακτύλων, ένα γρήγορο ψαχούλεμα του πόρου του αυτιού, εκεί όπου μετά  τη θάλασσα μπορεί να μαζευτεί μια δυσάρεστη υγρασία.

Σκέφτομαι ένα πουλί, έναν ερωδιό… Αυτά τα πουλιά με τα μακριά άκρα που θεωρούνται ευγενή και κομψά...

Το χέρι της εξηγεί και υπογραμμίζει, με τρόπο εκφραστικό, δικό μας, μεσογειακό… Ιταλίδες αναρωτιέμαι…  Όμως αποκλείεται,  ο ασαφής βόμβος του κουβεντολογιού τους, είμαι σίγουρος, δεν  είναι ιταλιάνικος.

 Δεν έχω σχεδόν κουνηθεί από την πολυθρόνα μου, όλη η παρατήρησή μου γίνεται με την άκρη του αριστερού ματιού μου, ενώ υποτίθεται διαβάζω το ανά χείρας βιβλίο μου. Προσεκτικά το αφήνω δίπλα μου, μετακινούμαι προς τα εμπρός για να έχω πλήρη εικόνα…

Α, ναι! η περιφερειακή όραση! Χωρίς να στραφούν με κατάλαβαν, το κουβεντολόι τους πάγωσε, η πλάτη τους εξέπεμψε ένα είδος δυσφορίας, το ίδιο όπως, όταν σε μία παρέα που τιτιβίζει τα ιδιαιτέρως δικά της, εμφανιστεί ένας άσχετος, ένας εισβολέας, πέφτει μία εύγλωττη σιωπή.

Παρευθύς διόρθωσα, επανερχόμενος στην αρχική μου θέση με το βιβλίο να αναπαύεται στην κοιλιά μου. Φυσικά και με είχαν δει από πριν, όταν άραξαν με τις γρανίτες τους μόλις πέντε μέτρα από το σημείο πού βρισκόμουν. Επιμελώς ακίνητος συνέχισα να κατασκοπεύω το χέρι που εξηγούσε μέσα στον ζεστό αέρα του απογεύματος, ζωγράφιζε κάτι εμφατικά γυναικείο σε μία μακρινή, απλησίαστη για μένα γλώσσα.

Παρατηρώ κάτι σαν επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Το χέρι, τα δάχτυλά του, χαϊδεύουν το αριστερό μέτωπο, μετά μια αιώρηση στο ύψος της μύτης, ένα τίναγμα και ξανά ένα άγγιγμα στη μύτη, μία αιώρηση- τίναγμα και ξανά το απαλό άγγιγμα στο αριστερό μέτωπο. Μετά  από κάποιες χειρονομίες που αντιστοιχούν σε εξήγηση, έμφαση, αναρώτηση… ανάλογα με την κουβέντα, ξαναρχίζει την ελαφρώς χορευτική ιεροτελεστία των αγγιγμάτων και των τιναγμάτων στο πρόσωπό της, πάντα με αρχή και κατάληξη το αριστερό της μέτωπο.

Ξαφνικά κατάλαβα ότι η γυναίκα είχε ένα τικ!  Δεν υπήρχε τίποτε καταναγκαστικό στο τρόπο που επαναλαμβάνονταν το τρίψιμο στο μέτωπό της, οι στάσεις στον αέρα και το τίναγμα  απόρριψης με τα δάχτυλά της, όλα αυτά, επαναλαμβάνονταν με έναν πολύ προσωπικό μανιερισμό.  Ένιωσα σαν να έλυσα έναν γρίφο, ένα πρόβλημα. Μερικές φορές, έτσι χωρίς να γνωρίζω το λόγο, με καταλαμβάνει ένα είδος τρυφερής οικειότητας για ένα άγνωστο πρόσωπο, ένα πλάσμα με το οποίο στην πραγματική ζωή είμαστε τελείως ξένοι...

 Έτσι εκεί, καθισμένος χαζεύοντας την κίνηση στη παραλία, είχα την παρόρμηση πως θα μπορούσα να σηκωθώ από τη θέση μου, να πλησιάσω τις δυο ξένες και να πω «γεια σας», να ακουμπήσω πολύ φυσικά στο τσιμέντο και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας από κει που την αφήσαμε πιο πριν, σε εκείνη την άγνωστη γλώσσα, σε μία άλλη παράλληλη ζωή.

Οι δύο φίλες παρέμειναν συζητώντας, μαζί  και το λεπτό, μακρύ χέρι με τα όμορφα απαλά δάχτυλα και οι στιγμιαίες εμφανίσεις του τσουλουφιού της.

Ποτοκάκι, Σάμος, 11.09.2019

Κ.Β.