BLIND BLOODY DATE

  BLIND BLOODY DATE

BLIND BLOODY DATE

Εκείνο το απόγευμα του Φλεβάρη έπεσε τουρκουάζ χαλάζι στη Αθήνα. Φυσούσε και είχε ένα καιρό άστατο και μπαμπέση που τη μια έδιωχνε τα μολυβένια σύννεφα και την άλλη σκοτείνιαζε και αστραποβροντούσε. Ειχε πια σουρουπώσει για τα καλά και το τελευταίο φως της μέρας έδινε θέση στα φώτα της πόλης

   Ο Ανδρέας ξεροστάλιαζε και έκοβε βόλτες στο σταθμό του Μοναστηρακιου περιμένοντας το ραντεβού του. Ήταν νευρικός και προσπαθούσε να δείχνει άνετος και αυτό τον άγχωνε πιο πολύ, άναψε λοιπόν το τρίτο μαλμπορο…

Στα 35 του ο Ανδρέας ανακάλυπτε τις δύσκολες χάρες και τις αμφίβολες χαρές των περιστασιακών γνωριμιών και των ανεπάντεχων φλερτ. Με ένα σύντομο γάμο στα 25, με το που πήρε το πτυχίο της Ιατρικής και δυο χωρισμούς από τις επόμενες  μακροχρόνιες σχέσεις, έβγαινε στο κόσμο των ελευθέρων ανδρών και γυναικών αγχωμένος και φοβισμένος, ήταν άνθρωπος που απο την αρχή της ενήλικης ζωής του πήγαινε για τη μεγάλη σχέση που οδηγεί στο γάμο.

 

   Έσβησε το τσιγάρο με το τακούνι, έσφιξε το καλό του παλτό καθώς έβανε κρύο και ενα σύγκρυο τον διαπέρασε όταν είδε δυο πράσινα μάτια με ενα χείμαρρο ξανθοκάστανης κόμης να το κοιτάζει επίμονα. <Αν είναι δυνατόν να είναι αυτή >, σκέφτηκε, αλλα μάλλον ναι, το κορίτσι τον κοίταζε ερευνητικά και προχωρούσε προς το μέρος του. Ο Ανδρέας ένοιωσε να του κόβεται η αναπνοή... είχε ενα ψηλόλιγνο κορμί, φορούσε εφαρμοστό τζιν και μπότες, το μεσάτο τζάκετ τόνιζε τους πιο τέλειους γοφούς που είχε ποτέ ονειρευτεί... έμεινε ακίνητος και ετοιμάστηκε να φορέσει το καλύτερο χαμόγελο και να πει την ατάκα που προβάριζε από την προηγουμένη, όταν η νεαρή καλλονή του έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα και αγκάλιασε και φίλησε ένα ψηλό αγόρι που κρατούσε κράνος. Συγχυσμένος ο Ανδρέας, δαγκώθηκε καθώς κατάλαβε ότι αυτή κοίταζε τον άλλο που πάρκαρε την μηχανή του στην Αθηνάς και ένοιωσε να γίνεται  μηδενικό.

 

   < λοιπόν Ελεονόρα η cat woman ; Ανδρέας ο φυλακισμένος!>, θα της έλεγε, <επιτέλους κανονικοί άνθρωποι !>, όσο πιο ανάλαφρα γίνονταν όχι  όμως και χαζοχαρούμενα.

    Είχαν γνωριστεί 10 μέρες πριν σε  ενα μασκέ πάρτι κάπου στο Χαλάνδρι στο σπίτι μιας γνωστής, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, του είχε ζητήσει φωτιά και είχαν στριμωχτεί δίπλα δίπλα καθώς πλάκωσε κόσμος και άρχισε το στριμωξίδι. Αυτή μια γάτα με μαύρο κολάν και κόκκινη ουρά, περούκα επίσης κόκκινη, νύχι γαμψό γατίσιο ακόμα πιο κόκκινο και μακιγιάζ με ζωγραφισμένα γατίσια μουστάκια. Αυτός ένας κατάδικος με ριγέ στολή, καπέλο, νούμερο στη πλάτη και μια μπάλα υποτίθεται δεμένη με αλυσίδα, μουτζουρωμένος για να δείχνει ταλαιπωρημένος απ` το κάτεργο.

Η γνωριμία στο πάρτι με τη Ελεονόρα είχε μια απρόσμενη ευκολία και ευχάριστη ελαφράδα, με λίγες κουβέντες είχαν συμφωνήσει ότι το πάρτι ήταν ο.κ. , ο κόσμος κεφάτος, η μουσική ήταν χαλιά και ο d.j. άσχετος, οι μεταμφιέσεις ευφάνταστες, και έτσι χόρευαν μαζί όλο το βράδυ, αν και διακριτικά απομακρύνονταν ποτέ-ποτέ στις αντίστοιχες παρέες τους, για το ξεκάρφωμα όπως είπε η catwoman, γελώντας με ένα ζεστό γέλιο που γκρέμισε και τις τελευταίες οχυρώσεις του Ανδρέα μαζί με τη δεύτερη τεκίλα. Και χόρεψε όπως ποτέ του! Ένοιωθε μια αίσθηση ελευθερίας και ελευθεριότητας που η μεταμφίεση συχνά δίνει στους ντροπαλούς ανθρώπους και συγχρόνως μια βαθιά κολακεία επειδή η Ελεονόρα του έριχνε 10 πόντους τουλάχιστον στο ύψος με ψηλοτάκουνο βέβαια. Ήταν ψηλόλιγνη  με μακριά ποδιά και αρμονικά χέρια, που γοήτευσαν τον Ανδρέα, με μπούστο που πρόδιδε καθώς χόρευε- και χόρευε αισθησιακά- δυο σφριγηλά μήλα απ` όπου δυσκολεύονταν να πάρει τα μάτια του απο πάνω τους.

     Ήταν 28 χρόνων ειχε τελειώσει τη ιατρική στη Ρουμανία εδώ και 2 χρόνια και δεν ειχε αποφασίσει τι ειδικότητα θα έκανε, για την ώρα δούλευε σ` ένα κλαμπ τις νύχτες και κοιμόνταν τη μέρα. Έδειξε αμέσως ενδιαφέρον όταν ο Ανδρέας της είπε ότι πρόσφατα προσλήφτηκε  στο κέντρο αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού και ίσως μπορούσε να τη βοηθήσει μια και δεν της άρεσε να γίνει κλινικός γιατρός. Αντάλλαξαν τηλέφωνα και επικοινώνησαν με SMS στην αρχή με πειράγματα όπως αρμόζει σε ένα φυλακισμένο και σε μια κατγουμαν. Ο Ανδρέας την σκέφτονταν διαρκώς, άρχισε το μυαλό του να κάνει σενάρια και τελικά της τηλεφώνησε. Είπαν να βρεθούν ‘στο χαλαρό’ ανάλογα όπως θα κάθονταν το πράγμα, όπως και έκατσε...

    Tην είδε να αναδύεται απο τις κυλιόμενες σκάλες του μετρό και ξαφνικά ήξερε ότι ήταν αυτή, κατευθύνθηκε προς το μέρος του σαν να ήταν από παλιά γνωστή και όλα έγιναν γρήγορα και εύκολα που ο Ανδρέας δεν πρόλαβε να αγχωθεί. Κάθισαν σ` ένα καφέ που πρότεινε δισταχτικά και αυτή με άνεση συμφώνησε σαν να πήγαιναν για καφέ κάθε τόσο.

Το πρόσωπο της ήταν μακρουλό, τα μαλλιά της βαθιά καστανά, καρέ μέχρι τη βάση του λαιμού, η μύτη μάλλον μεγάλη και ελαφρώς γαμψή, χείλια καλοσχηματισμένα τονισμένα έντονα ροζ-κόκκινα. Με έκπληξη ο Ανδρέας διαπίστωσε ότι τα κατακόκκινα μακριά νύχια δεν ήταν γατίσια αλλα φυσικά και παρ` ότι την είχε φανταστεί ξανθιά και με πιο γεμάτο αισθησιακό πρόσωπο- παραπλάνηση, σκέφτηκε, απο το γατίσιο μακιγιάζ που της στρογγύλευε το πρόσωπο- η παρουσία που είχε δίπλα του τον κολάκευε. Με ανακούφιση είδε ότι φορώντας ίσιο παπούτσι ήταν απλώς λίγο πιο ψηλή από εκείνον και με  απογοήτευση είδε ότι φορούσε μια μπέρτα που την κάλυπτε σχεδόν όλη, μεταξένιο μαύρο κασκόλ δεμένο γύρω απ` το λαιμό, φαρδύ παντελόνι, ενώ την ειχε φανταστεί με κοντή φούστα που θα του επέτρεπε να δει αν τα πόδια της πραγματικά ήταν τόσο αισθησιακά όσο και αυτά με το κολάν τη νύχτα του πάρτι. Τώρα παρατηρούσε τα χέρια της, λευκά, λεπτά με το κόκκινο αιμάτινο τελείωμα, το δέρμα της ειχε μια έντονη λευκότητα, σχεδόν φωτεινή, σε αντίθεση  με τα μάτια της τα επιμελώς τονισμένα με μαύρο μολυβί.

 

    Είχαν πάρει μπράντι μετά το καφέ, ο Ανδρέας ζεσταίνονταν, η Ελεονόρα είχε βγάλει τη μπέρτα της, φορούσε μια λεπτή ζακέτα από μέσα που αποκάλυπτε ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ, που έκανε να πεταρίζει το βλέμμα του με συστολή, ενώ ένοιωθε να τον τραβάει σαν μαγνήτης. Το καφέ άδειαζε και είχαν μείνει μόνοι τους, παρ` όλο που κάθονταν κοντά δεν έκανε καμία κίνηση να τραβηχτεί από δίπλα του, τα ποδιά τους αγγίζονταν.

Κάτι αντιφατικό εξέπεμπε, ένοιωθε ένα σύννεφο μελαγχολίας να την ταξιδεύει στιγμιαία αλλού και μετά γίνονταν εξωστρεφής, με καυστικό μαύρο χιούμορ που αιφνιδίαζε ευχάριστα, ο σαρκασμός της τον γοήτευε, ο τρόπος της και η στάση της τον καθησύχαζε και μετά πάλι ένα πέπλο στοχαστικό την απομάκρυνε φευγαλέα.

 

Παρατήρησε το στόμα της, μεγάλο και εκφραστικό με μια τέλεια οδοντοστοιχία, τόσο λευκή σαν ψεύτικη. Κάθονταν σε απόσταση αναπνοής και μαζεύοντας το θάρρος του έσκυψε και τη φίλησε δειλά πίσω απο το αυτί, έκανε μια κίνηση προς τα πίσω, ο Ανδρέας φοβήθηκε ότι προχώρησε πιο πολύ απο το επιτρεπόμενο για πρώτο ραντεβού και ξαφνικά φιλήθηκαν στο στόμα. Ένα καθαρό φιλί, ερωτικό, στόμα γλώσσα, όλα, και Ανδρεας ένοιωσε να θριαμβεύει.

    Η Ελεονόρα θα έπιανε δουλειά κατά τις 11 κι` ο Ανδρέας πρότεινε να τσιμπήσουν κάτι και να τη πάει στη δουλειά, στα Βριλήσσια με το αμάξι του. Η κοπέλα δέχτηκε με κάποιο δισταγμό. Βγήκαν, της έπιασε το χέρι της, κρύο, μέσα στο δικό το ζεστό και ιδρωμένο, του είπε ότι είναι πολύ κρυουλιάρα ενώ αυτός ζεστός σαν σόμπα, γέλασε και κάθισαν στου Θανάση, στο πατάρι. Έφαγαν κεμπάπ χωρίς τζατζίκι μια και του δήλωσε ότι σιχαίνεται το σκόρδο, και ήπιαν κόκκινο κρασί, ένοιωσε να ζαλίζεται και αμήχανα παρατήρησε οτι το αλκοόλ δεν είχε καμία επίδραση πάνω στη Ελεονόρα

   Στο αυτοκίνητο έβαλε το καλοριφέρ στο φουλ παρ` οτι ήταν ξαναμμένος απο την υπερένταση και το αλκοόλ, νόμιζε οτι έμπαζε από παντού, η Ελεονόρα το κατέβασε και έβαλε RΟΚ FM. Είχαν το ίδιο γούστο στη μουσική και ο Ανδρέας οδηγούσε αργά μες τη κίνηση της  Αθήνας προς τα βόρεια, η Ελεονόρα ειχε βγάλει τη μπέρτα της και είχε λύσει το φουλάρι της αποκαλύπτοντας ένα ωραίο, λευκό μακρύ λαιμό, στεφανωμένο απο ίσιο καστανό μαλλί.

Σ` ένα φανάρι ένοιωσε τολμηρός και έσκυψε να τη φιλήσει στη βάση του λαιμού της, αυτή τινάχτηκε σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τόσο που νόμισε οτι θα τόνε χαστούκιζε, αλλα αντεπιτέθηκε με ένα φιλί πεινασμένο και βίαιο που υπόσχονταν ακόμα πιο πολλά.

Σε κάθε φανάρι η σκηνή επαναλαμβάνονταν πιο παθιασμένα, το αίμα του έβραζε, είχαν πλέον βγει απ` τους κεντρικούς δρόμους και η κίνηση ειχε αραιώσει, ο Ανδρέας αναρωτιόταν μέσα του που βρίσκεται το μπαρ όπου δούλευε η Ελεονόρα. Το μαρτύριο των φιλιών και του σταμάτα ξεκίνα δεν το άντεχε πια , έτσι σταμάτησε σε ένα απόμερο δρομάκι στα Βριλήσσια. Φιλήθηκαν με πάθος και ένοιωσε τα κρύα δάχτυλα της στο στερνό του να ξεκουμπώνουν το πουκάμισο, η γλώσσα της σύρθηκε γεμίζοντας υγρασία το λαιμό του.

 

    Είχε αφήσει τη μηχανή αναμμένη για να δουλεύει η θέρμανση, έκανε τόσο κρύο που μπορούσε να ιδεί το χνώτο τους, το ράδιο έπαιζε, ένοιωθε ρίγη, σκέφτηκε οτι μπορεί και να άρπαξε κρύωμα, όμως δεν είχε καμιά σημασία. Με κομμένη την ανάσα τραβήχτηκε λίγο και έσπρωξε το κάθισμα προς τα πίσω, είδε το πρόσωπο του αναμαλλιασμένο στο καθρέπτη του παρμπρίζ, ένοιωθε να τρέμει από την υπερένταση, η Ελεονόρα τραβήχτηκε στη θέση της απότομα, άκουγε την ανάσα της κόφτη και συριχτή, τα μάτια της μες το μισοσκόταδο ήταν σαν δυο άβυσσοι να τον καλούν, η λευκότητα του στόματος της τον διαπερνούσε...τον πλησίαζε τώρα αργά και τελετουργικά, ένοιωσε το μπράτσο της να κλείνει πίσω από τον ωμό του και ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο μακριά και νευρώδη και δυνατά ήταν τα χέρια της, πόσο αδύναμος και μικρός ήταν αυτός, σχεδόν ντρέπονταν, μια καταπακτή άνοιξε στον εγκέφαλο του μέσα κι` ο φόβος άρχισε να αναβλύζει...

Ένοιωθε τώρα τα μαλλιά της στο μέτωπο του καθώς έσκυβε πάνω του και το άλλο χέρι της έψαξε χαμηλά και άρπαξε τη στύση του σαν να ήταν λεβιές ταχυτήτων  και ο Ανδρέας ήλπισε ότι δεν ήταν αυτό το απειλητικό πράγμα που τον αγκάλιαζε, αλλα ένα θηλυκό που θα του έκανε το πιο υπέροχο στοματικό σεξ που φαντασιώθηκε ποτέ του... η καυτή της ανάσα ήταν τώρα παντού στο λαιμό του, ο αριστερός της βραχίονας είχε κουλουριαστεί γύρω από τους ώμους και  έπεσε με όλο το βάρος και το νεύρο της πάνω του, ούτε κατάλαβε πόνο όταν τον δάγκωσε στην αρχή ελαφρά στο λαιμό, στο μέρος της καρωτίδας, αλλά τινάχτηκε ξετρελαμένος όταν τον δάγκωσε με το λευκό άψογο στόμα της πιο δυνατά μετά λυσσασμένα...μια γελοία σκέψη ξαφνικά τον πανικόβαλε, στο καθρέπτη λίγο πριν νόμισε οτι είδε μόνο το δικό του είδωλο και αλαφιασμένος έβαλε όλη τη δύναμη του να απαλλαγή απο το αγκάλιασμα αλλα ένοιωσε τα χέρια της πανίσχυρα, το δεξί να κρατά με λυσσά την ηδονική όλο σκληρότητα στύση, στο όριο μιας λυτρωτικής εκσπερμάτισης, το στόμα της αδηφάγο καρφωμένο στο λαιμό του, σάλιο και ζεστό αίμα κυλούσε απ` το λαιμό στο στήθος και του ζέσταινε τη κοιλιά η έτσι νόμισε... καθώς αφέθηκε ελεύθερος και ένιωσε καυτή υγρασία να τόνε μουσκεύει ως κάτω...

    Ο ROCK FM έπαιζε DOORS, o Morison τραγουδούσε: this is the end my friend, my only friend. Και πριν βυθιστεί ο Ανδρέας αναπόλησε την αιμοδοσία του ερυθρού Σταυρού, τη Ρουμανία, το σταθμό στο Μοναστηράκι και κείνα τα πράσινα μάτια, το τουρκουάζ χαλάζι το απόγευμα να πέφτει πάνω απο την ακρόπολη και δόθηκε συγχυσμένος και ανυπεράσπιστος στη περίπτυξη της Ελεονόρας.

Κ.Β.

JAN2008