ΑΤΑΛΑΝΤΗ

ΑΤΑΛΑΝΤΗ

  

 Κάθε βράδυ κάνω παρέα με τις φωτογραφίες σας, Παππού, και γιαγιά Γραμματική με το αυστηρό σου πρόσωπο, με κάνεις να μην αισθάνομαι καλά, μου θυμίζεις τα παιδικά μου χρόνια με τις λίγες χαρές και τις πολλές πίκρες.

 

   Όσο ήμουν παιδάκι και δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα, αισθανόμουν ευχαρίστηση να τριγυρνώ στα χωράφια με τα αμπέλια, με τα φρούτα, με τον καλό μου φίλο, το σκύλο μας τον Αζορ, το καλό μας το γαϊδουράκι που με έκανε καβάλα στο σαμάρι ο Παππούς και με σεργιανούσε. Πηγαίναμε στο πηγαδάκι και παίρναμε νερό, πολλούς τενεκέδες … στο πηγάδι του γείτονα του κ. Μπαλή, που ήταν κοντά στο εξωκλήσι μας, τον Άγιο Κωνσταντίνο. Πόσο καλοί ήταν όλοι τους, η γυναίκα του, τα παιδιά του! Ο Μπαλής ήταν άνθρωπος ευχάριστος, αστείος, έλεγε στον αδελφό μου τον Κίμων, που ήταν  λίγο πιο μεγάλος από μένα, ότι θα γίνει παπάς επειδή του άρεσε να ψέλνει, του έφτιαξε μια αρμαθιά από σαλιγκάρια για ναναι λέει το θυμιατό του, έβαζε και μια πεσέτα και του έλεγε, τώρα θα έρχεσαι κάθε τόσο να μας κάνεις αγιασμό. Όταν ο καλός μας φίλος ο Αζορ γέρασε, δεν έβλεπε, και μια μέρα έπεσε σε μια λακκούβα με νερό και πνίγηκε. Τον πήραμε και τον θάψαμε, με μεγάλη πίκρα όλοι μας, κάτω από μια αχλαδιά και με κλάματα ο αδελφός μου πήρε το θυμιατήρι με τα σαλιγκάρια και του έκαμε την  κηδεία με πολύ επίσημο ύφος σαν παπάς … είχε ο Παππούς κι` έναν παραγιό που μ` όλο αυτό έσκασε στα γέλια.  

Πάντως από ότι θυμάμαι όλοι οι γείτονες, μας  αγαπούσαν, φαίνεται ότι ήμασταν καλά παιδιά και από την άλλη όλοι ξέρανε ότι δεν είχαμε τον πατέρα  κοντά μας, μας έλειπε η πατρική αγάπη και θα έλεγε κανείς ότι μας δάνειζαν, μας  χάριζαν, ένα χαμόγελο, ένα χάδι, γιατί ήταν και αυτοί γονείς … φαίνεται ότι το είχαμε  ανάγκη, θέλαμε να μας αγαπούν. Είχαμε μια μεγάλη καλοσύνη για όλους, με λίγα λόγια αγαπούσαμε αυτούς τους απλούς ανθρώπους.

Εκείνο επίσης που μας γέμιζε χαρά ήταν όταν πήγαινε ο Παππούς για κυνήγι και μας έφερνε διάφορα πουλιά και προ πάντως πέρδικες και πότε πότε λαγό. Μια φορά μας έφερε μια ζωντανή πέρδικα και την βάλαμε σε κλουβί. Τον Παππού τον αγαπούσα γιατί με κουβέντιαζε σε ότι απορία είχα και μου έδειχνε την αγάπη του πιο πολύ και από την μάνα μου. Τα παιδιά ξέρουν να ξεχωρίζουν αυτούς που αγαπούν.

 

   Ήρθε και αυτό το καλοκαίρι και λαχταρώ να φύγω από εδώ μέσα, από όλα αυτά, απ` αυτή τη παλιοπρωτεύουσα, το μόνο ευχάριστο είναι να καθόμαστε το βράδυ στη βεράντα και να βλέπουμε τον ουρανό με τα` άστρα ή το Λυκαβηττό.

Κάθε χρόνο λαχταρώ να βρεθώ κάπου μακριά από τα γνωστά, σε ένα άλλο περιβάλλον.

Δεν θέλω φέτος το Ποτοκάκι τα ίδια και τα ίδια, θα ήθελα να ήμουν σε ένα μέρος όπως η Ζωοδόχος Πηγή ή η Βροντιανή, τα μοναστήρια, αυτά με τραβάνε, γιατί είναι στο βουνό και έχουν θέα μεγάλη μέχρι τη θάλασσα βλέπεις.

Σε άλλους το βουνό ίσως να μην αρέσει, μα εγώ το θέλω, το αγαπώ και μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια, το κτήμα του Παππού - θα ήταν 30 στρέμματα, βρίσκονταν στη μια πλευρά του Μισόκαμπου, πάνω σε ένα λόφο, δέσποζε καταπράσινο από τα αμπέλια και τα διάφορα δένδρα, ελιές, καρούμπες, οπωροφόρα δέντρα διάφορα, με φρούτα – ήταν σωστός παράδεισος.

Αυτός ο παράδεισος της ημέρας, το βράδι είχε μια άγρια ομορφιά που σε τρόμαζε, γιατί τελειώνοντας το κτήμα το δικό μας που συνόριαζε με του Φωτίου, άρχιζε το δάσος, αυτό που το λέγανε Γράβες.

Σ`αυτό το δάσος έρχονταν από όλες τις περιοχές για καλό κυνήγι. Όπως έλεγαν ήταν ένα δύσκολο βουνό με δύσκολα περάσματα και μεριές που δεν μπορούσε ανθρώπινο πόδι να πατήσει. Ο Παππούς ήταν καλός κυνηγός και τρώγαμε σχεδόν κάθε μέρα πουλιά και λαγούς.

Αυτό το ωραίο και άγριο σε ομορφιά δασός το αγαπούσα και το φοβόμουν. Παρά το φόβο που αισθανόμουν  ήθελα να πηγαίνω και να το βλέπω, να τριγυρνώ εκεί που είχε τόπους ξανοιχτούς, να γέρνω, να βλέπω τα πανύψηλα πεύκα, που το κορμό τους δεν τον αγκάλιαζαν δυο άνθρωποι.

Το γιατί πηγαίναμε προς τα εκεί υπήρχε λόγος… εκεί που άρχιζε να μπαίνεις στο  μεγάλο δάσος, ητανε το  ξωκλήσι ο αγ. Γεώργιος, ένα πλάτωμα με ένα δέντρο, κέδρος, πελώριο, ολόγυρα μια πεζούλα, εκεί καθόμασταν. Ανάβαμε κάθε Σάββατο τα καντήλια, και εκεί καθόμουν και άρχιζα να τραγουδώ με την ψύχη μου, γιατί ήξερα ότι με άκουαν τα δένδρα, τα πουλιά, τα ζωάκια. Για απάντηση είχα τα σφυρίγματα, τα βουητά των πεύκων.

Θεέ μου δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βράδια όταν κοιμόμασταν, ξυπνούσα και είχε αέρα, τι ήταν εκείνα τα παράξενα τραγούδια του δάσους λες και βρισκόσουν σε άλλο πλανήτη - μια άγρια μουσική μα και θεία - μου γέμιζαν την ψυχή δέος και φόβο.

 

   Ο Παππούς είχε μεγάλη ανθρωπιά και πήρα πολλά απ` αυτόν - ίσως γι` αυτό τον αγαπούσα. Αγαπούσε τους φτωχούς ανθρώπους, τους αργάτες, ήθελε να είναι ευχαριστημένοι, έπρεπε να φάνε καλά, να ξεκουράζονται, να πληρώνονται και όταν ήταν να φύγουνε τους γέμιζε το τρουβά με φρούτα και ότι άλλο, σταφίδες, κρασί, ψωμιά, παξιμάδια. Όσο για τα ζώα, τα αγαπούσε και τα προστάτευε. Όταν το χειμώνα έκανε κρύο, παγωνιά, νύχτα πήγαινε στα κατώγια να δει τι κάνουν, μήπως κρυώνουν, σκέπαζε το γαϊδουράκι με κουβέρτα, το σκύλο να έχει ζεστό ρούχο εκεί που κοιμόνταν, αν είχε κατσίκα και αυτή να τη σκεπάσει και να δει που κουρνιάσανε οι κότες, ο γάτος να μην τον κλείσουμε έξω και κρυώσει – όσο για το τι θα φάνε, άλλο αυτό!

Η γιαγιά έκανε παράπονα, ότι, εσύ αγαπάς τα ζώα πιο πολύ παρά εμάς και εκείνος τη πείραζε ότι ζήλευε αυτά τα κακόμοιρα που θεός τους είναι ο άνθρωπος.

Επίσης όταν η γιαγιά τον έβαζε μπροστά για τους αργάτες ότι τους δίνει θάρρος, τους κακομαθαίνει, έλεγε, τον δουλευτή σου πλήρωνε και ψυχικά μην κάνεις. Πάντως η γιαγιά ήταν νοικοκυρά μα άλλος άνθρωπος, αυταρχική, σκληρή και προπάντων με τη μητέρα μου για αυτό δεν τα πήγαιναν καλά.

 

15 Μαΐου 1984

Α.

ARTIFACT VINCENT VAN GOGH GIRL IN WOODS 1882

13.12.2018 

Κ.Β.