ΠΡΟΣ ΑΝΑΦΗ

 19/08/2013

Μου λείπεις. Πάνε 2 χρόνια τώρα, που έχω να σε δω, θα κλείσουν από τον Σεπτέμβρη του 11. Τώρα το νοιώθω πόσο μακριά με έχει φέρει ο χρόνος που αφήνω να κυλά, από τον γρανιτένιο Βούδα μες στο Αιγαίο πέλαγος. Καλοκαίρι του 2011, μέσα του Ιουνη, δεν χόρτασα, ξανάρθα στη αρχή του Σεπτέμβρη, πήρα το φως που χρειαζόμουν και με  κράτησε όλο το χειμώνα ... ούτε κρύωμα, συνάχι, ίωση, τόσο απλά.  Έψαξα και βρήκα ένα σαφρακιασμενο τετραδιάκι… λίγα λόγια στεγνωμένα, αυτά έχω… 

 

14/6/2011 Naxos Blue Star Ferries

Καρσί μου προχωρεί μες το Αιγαίο, μεσημέρι, η Σαντορίνη. Μια πόλη, η Οία νομίζω, ξεφυτρώνει, νατη, και γω αρμενίζω προς Ανάφη. Τουρίστες, ξένοι αδιάφοροι, διαβάζω τη Κακομοίρα της Νάπολη η πιο σωστά Μέρες Εγκατάλειψης, της Elena Ferrante ελλείψει άλλου ενδιαφέροντος, courtesy της Ε.Β., ας είναι  καλά, όπου κι αν είναι…

16/6/2011.

Ανάφη. Χώρα. Κανένα μνμ στο κινητό.

Προσευχή! Προσοχή! Αγαλιαστή ησυχία! Γλυκός ιδρώτας που στεγνώνει δροσίζοντας το μεσημέρι μου.

Όλα γαλάζια. Γρανιτένιοι θεοί ασάλευτοι. Μικρός σχισμένος κομμάτια Βούδας. Ένα βαρύ φορτηγό ανεβαίνει βρυχώμενο, ο βόμβος ενός αεροπλάνου, σύννεφα στις στιβαρές αποχρώσεις του γαλάζιου παντού.

Γρανιτένιο γαλάζιο, σχεδόν ευτυχία…

18/6/11 (11.45)

Κυριακή. Ανάφη. Ο W.G.Sebald, επιστρέφει με τους Δακτυλίους του Κρόνου, ο Detective_Inspector_John_Rebus, είναι κοντά μου και είναι καλά, κάποιος D.Lodge μου είναι τελείως αδιάφορος και βαριέμαι, τον αφήνω να φύγει χωρίς πολλή σκέψη.

Έτσι να κάθεσαι, για πάντα, μέσα στο βουητό του κύματος,  γύρω σου το μωβ των θυμαριών, το μονοπάτι  ήσυχο, έρημες οι κάμαρες σου,

ο θολός αχνός μπλέ, κίνηση καμιά, ούτε τα σπλάχνα,

να φεύγεις ακίνητος, να νοιώθεις περήφανος ήσυχος, να αφήνεις τη σιωπή και τα τζιτζίκια,

να τα αφήνεις μες` στη ζέστη του όμορφου, σφριγηλού Ιουνη.

 

19/6/2011 

Ραφαήλ

Βλέπω τους λιγοστούς τουρίστες, του νησιού, είμαστε τόσο λίγοι που μετά από μερικές μέρες αναγνωρίζει ο ένας τον άλλο όταν συναντιόμαστε στα μονοπάτια του νησιού και  με ευγενική συνένοχη χαιρετιόμαστε. Σήμερα ακούγοντας κάτι ξένους σε θυμήθηκα παιδικέ μου φίλε, έτσι χωρίς λόγο προφανή, εσένα και την αδελφή σου, να είστε τσακωμένοι και ζορισμένοι, πάνε χρόνια …όμως φίλε μου σε σκέπτομαι, να λες εκεί στους Γάλλους σου, πόσο καλά έκανες και έφυγες, από το ξένο τόπο που σου ήταν τα Ελληνικά και οι Έλληνες, της μικρής επαρχιακής μας πόλης. Άπληστοι, επιτήδειοι, θρασύδειλοι, απαίδευτοι, μιξοβάρβαροι, αυτοί οι εμπαθείς! Δεν νομίζω να κράτησες πολλά, τη γλώσσα σίγουρα, ίσως το φως και τη μολυβένια θάλασσα του χειμώνα όταν είχε νοτιες. Αναρωτιέμαι αν καμιά φορά… αν μας θυμάσαι να παρελαύνουμε πάνω κάτω στη προκυμαία του Βαθιού, ανήσυχοι να συζητάμε, παγιδευμένοι στο ασφυκτικό μικρόκοσμο, εσύ σκασμένος γιατί έπρεπε να δουλεύεις, πάντα να δουλεύεις… ίσως τώρα να έχεις κόψει φόρα εκεί στη Γαλλία, οικογενειάρχης, φευγάτος από το δικό μας νησί όπου ξεβράστηκες σχεδόν κατά τύχη μικρό παιδί. Δύσκολα χρόνια, δύσκολοι άνθρωποι!  Ραφαήλ Δ., παιδικός φίλος.

11/9/2011.

The 9 eleven of ?

  Ανάφη ξανά. Μαύρη γάτα, λοξός ήλιος, γαλανό παντού, αδημονία του φεύγω και γυρίζω, γνωστά πράγματα δεν παλεύονται με τίποτα. Πάντα είμαι ένας αγχωμένος χαζός που ξεφυσά πάνω από τα μπαγκάζια του. Δεν έχω να σου πω τίποτα. Ξέρεις ο Θέμης ήταν εδώ και περάσαμε ήσυχα και απλά. Μέχρι και το φτωχό πανηγύρι της Παναγιάς της Καλαμιώτισας πετύχαμε. Τη τιμήσαμε σκαρφαλώνοντας στο βράχο της, τη παραμονή της γιορτής της 7 του μηνός. Πήγαμε στο Ρούκουνα και καθίσαμε να φύγει λίγο η μέρα, να έχουμε το ανέβασμα χωρίς ντάλα ήλιο. Όμως δεν υπολόγισα καλά πόσο μακριά είναι από το μονοπάτι ο βράχος της Παναγιάς.

Μας πήρε η νύχτα, ο άλλος έφυγε μπρος, εξαφανισμένος!– Εγώ να αγκομαχώ το ανέβασμα, αγχώθηκα. Νύχτωνε. Τα χρειάστηκα, δεν έβλεπα καλά το μονοπάτι, τα έφτυσα μέχρι να ανέβω το βράχο... Έχω βαρύνει, έχω δυσκολέψει, κούραση μ` όλο αυτό το ανέβασμα στο βραχο της Καλαμιώτισας, παρ` όλο που δεν πίνω ούτε καπνίζω πια, πληρώνω την αγυμνασιά μου!

 

Μεγαλειώδες νυχτερινό πανόραμα, εκεί πάνω στη κορυφή του αρχαίου βράχου, που λένε ότι είναι ο δεύτερος μονοκόμματος γρανίτης στη Μεσόγειο μετά το αυτόν του Γιβραλτάρ!

Κουτρουβαλήσαμε κάτω το πρωί, πετύχαμε τους ντόπιους στο Μοναστήρι την ώρα που μοίραζαν το γιορτινό φαί.

 

Φεύγω! Σηκώθηκα νωρίς στις 8 και σχεδόν αμέσως άρχισα να ετοιμάζω τα πράγματα μου, αν και το καράβι δεν θα αναχωρήσει πριν τις 8 το βράδυ. Τελείωσα και δεν έχω πώς να σκοτώσω τον άπειρο χρόνο που με τριγυρίζει σα σφήκα. Γάτες νυσταλέες και επιφυλακτικές με γυροφέρνουν στη αυλή της Βιβής όπου μένω. 4 τσιμεντένια δωματιάκια με μπάνιο, κολλημένα στη σειρά με κοινό μπαλκόνι, με προσανατολισμό τη βραχονησίδα Παχιά καρσί μου. Το δικό μου είναι το άκρο  δεξιό όπως βλέπεις τη θάλασσα.

Δίπλα μου ένα νεαρό ζευγάρι, αγγλόφωνο, αυτός μελαχρινός μπορεί ινδικής καταγωγής, εκείνη ξανθιά ψηλή ευρωπαία. Νέοι ήσυχοι, εξαφανισμένοι, λίγο ντροπαλοί, συνταξιδέψαμε στο ίδιο πλοίο . Πιο δίπλα, ένα ζευγάρι Έλληνες, ήρθαν χτες, έχουν φέρει ένα λαουτοειδές όργανο για να προπονείται αυτός. Τέλος στο τελευταίο δωμάτιο, μια κοπέλα ελληνίδα μόνη, ήρθε και αυτή χτες , σοβαρή και ψυχρή.

Αυτοί είναι οι γείτονες που αφήνω σήμερα.

Ταξιδεύω πάνω στο F/B Πρέβελη, για Πειραιά και απέναντι είναι η Σαντορίνη, μες τη νύχτα εκεί θα πιάσουμε και θα υποστώ την επέλαση των βαρβάρων, αν γλιτώσω από αυτό, μερικές ώρες αργότερα θα πιάσουμε Φολέγανδρο και ακόμα πιο μετά Μήλο, δύσκολο να βγω ζωντανός κι όταν το πρωί θα κατέβω στο Πειραιά θα είμαι ήδη ένας νεκροζώντανος, έτσι ακριβώς όπως έφυγα.

Κ.Β.19/08/13

ΠΡΟΣ ΑΝΑΦΗ (ΞΑΝΑ)

 ΝΤΟΝΑΤΕΛΑ

Να ένα γοβάκι! Κι` άλλο ένα! Στο πίσω μέρος του πέλματος του πρώτου, έχει αρχίσει να ξεκολλάει μια μικρή φλοίδα στο πατάκι, στο μέρος όπου τρίβεται η φτέρνα. Δηλαδή δεν είναι γοβάκι, είναι κάτι σαν τσόκαρο- σαγιονάρα, με πάνινους ιμάντες, διχάλα. Το νούμερο? Κατά προσέγγιση 37, μπορεί και 38. Η γυναίκα που το φορεί είναι μετρίου αναστήματος όμως η πατούσα της δεν είναι λεπτοκαμωμένη. Είναι μια νέα γυναίκα με μαύρα μαλλιά και κοφτερή κίνηση. Πάντα κατευθύνεται με σαφήνεια και ταχύτητα που όμως δεν υποδηλώνει βιασύνη προς όπου έχει σκοπό να πάει. Δεν χαζεύει, δεν αιωρείται.

 Όπως εγώ, ας πούμε.

Εγώ φορώ νούμερο 41. Αλλά στα πέδιλα, αθλητικά και σαγιονάρες  βάζω 42, πάντα ένα νούμερο παραπάνω.

 

Η νεαρή γειτόνισσα μου, σηκώνεται ξημερώματα και κατεβαίνει στη έρημη παραλία, ακριβώς κάτω από τα δωμάτια μας. Κάνει γιόγκα  με ένα γκρουπ συμπατριωτών της. Γάλλοι. Όταν τελειώσει η ομαδική γιόγκα σκορπίζουν ενώ αυτή βουτά, γυμνόστηθη και αρχίζει να κολυμπάει. Ύπτιο, για πολύ ώρα από τη μια ως την άλλη άκρη του κολπίσκου του Κλεισιδιού. Έχει ωραίο στήθος και καθώς σκίζει το νερό και ο πρωινός ήλιος λαμπυρίζει τις σταγόνες φαίνονται όρθιες οι ρώγες της.

Εγώ προτιμώ το ελεύθερο και το πρόσθιο, το ύπτιο με κουράζει. Αν αφεθώ πάω τελείως στραβά. Αν κάποιος με παρακολουθεί (πάντα σκέπτομαι ότι κάποιος η κάποιο μάτι με παρατηρεί) φοβάμαι ότι θα γίνω ρεζίλι. Αυτό με αγχώνει, τότε διπλασιάζω την προσοχή μου και για αυτό κουράζομαι εύκολα στο ύπτιο.

 Το ένα χέρι μου είναι πιο δυνατό κουπί από το άλλο του οποίου η κίνηση είναι λιγότερο σαφής και πλήρης από το δυνατό. Έτσι είμαι σε όλα. Η μια μου πλευρά τραβά πιο καλά από την άλλη, που είναι πιο δύσκαμπτη. Από δω πονώ πάντα πιο πολύ από εκεί… Το ένα πόδι είναι πιο σταθερό από το άλλο. Η ισορροπία μου είναι κακή, συχνά σκοντάφτω. Σαν κάποιος να με σπρώχνει. Είναι φόρες που μου φαίνεται ότι ένα αόρατο χέρι έχει δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών μου μεταξύ τους, έτσι για πλάκα.

 

Η γειτόνισσα μου έχει γερά πόδια, γερό σώμα. Έχει ένα δυνατό κορμό και κίνηση σαν ελαφρύ, ταχύ πλεούμενο που σκίζει μια μετρίως ταραγμένη θάλασσα..

Εμένα με πιάνει πόνος στη μέση όταν περπατήσω με δύναμη και για κάμποσο. Γι` αυτό ασυνείδητα σφίγγομαι με αποτέλεσμα να με πιάνει πόνος πιο γρήγορα από αν πεζοπορούσα χαλαρός. Αλλά ο πόνος φοβίζει, ακόμα και αν είναι ένας πιστός σύντροφος που τον έχουμε αποδεχτεί ή μάλλον γι αυτόν ακριβώς το λόγο. Έτσι είμαι πάντα σφιγμένος ακόμα και αν δεν χρειάζεται. Ακόμα και αν λόγου χάριν, κάθομαι και γράφω στη βεράντα πάνω από μια γαλανή θάλασσα, ενώ η γειτόνισσα του διπλανού δωματίου, πεζοπορεί, κολυμπά η κάνει τις ασκήσεις γιογκας.

Τότε συνειδητοποιώ ότι μάλλον καταθλίβω τον εαυτό μου που υποτίθεται τον έχω φέρει εδώ για διακοπή. Τότε σταματώ, σηκώνω το κεφάλι μου, «αρκετά» λέω, «ας πάω,  για μπάνιο». Και κλείνω το τετράδιο.

 Κ.Β.12.06.2014