Ο Μανούσος

    

         - Τώρα θα σας πω το δικό μου μυστικό, που με βαραίνει πολλά χρονιά και, μα το θεό σε κανέναν δε το τοχω μολογήσει και το έχω μεγάλο, μα μεγάλο βάρος μέσα μου.

           Κοιταχτήκαμε λίγο αιφνιδιασμένοι, είχαμε καθίσει μετά το πρωινό και το καφέ, στη βεράντα  του θαλάμου μας που τον μοιραζόμασταν εδώ και τρεις εβδομάδες οι τρεις μας. Ο Μανουσος δεν μας είχε συνηθίσει σ`αυτο το τόνο, όσο καιρό κάναμε παρέα στη κλινική.

    Η όλη φάση ξεκίνησε κάπως ανάλαφρα, να πει ο καθένας μας ένα μυστικό, αν είναι δυνατόν το πιο καλά θαμμένο και λιγότερο ομολογημένο στην ομήγυρη μας. Έτσι ξεκινήσαμε μισοσοβαρά μισοπαίζοντας αυτή τη μικρή όπως νομίζαμε δοκιμασία.

Ο Μανουσος είχε σκύψει σοβαρός το κεφάλι και ακουμπούσε με τους αγκώνες  πάνω στους μηρούς ενώνοντας τις παλάμες του μπροστά από το πρόσωπο του σαν να ήθελε να το κρύψει η να προσευχηθεί.

          - Δεν σκόπευα να μιλήσω για αυτό που κανένας από τους δικούς μου, οικογένεια και φίλους δεν το ξέρει…

           Περιμέναμε με κατάνυξη να συνεχίσει. Ο Μανουσος ήταν ένας μεγαλόσωμος Κρητικός, με αρχοντικό παράστημα, γκριζομάλλης, με μουστάκι ένα τόνο πιο σκούρο από το γκριζόασπρο της κεφαλής του. Χωρίς να συστηθεί με το όνομα του, καταλάβαινες από την προφορά του τη καταγωγή του μέσα σε μισό λεπτό. Στα νιάτα του θα ήταν πολύ ωραίος άντρας, είχα σκεφτεί, και τώρα που τον είχα μπροστά μου σκεφτικό και προφανώς αγχωμένο και ίσως φοβισμένο, τον παρατηρούσα πιο προσεχτικά.

    Εγώ και ο Δάσκαλος ήμασταν εδώ πιο παλιοί. Όταν πριν τρεις βδομάδες κατέφθασε ο Μανουσος, μονο από τον όγκο του, τη βροντερή φωνή και το μεγάλο γέλιο του, συνασπιστήκαμε ασυνείδητα με μια αμυντική στάση που υιοθετούν οι πιο μικρόσωμοι και χαμηλών τόνων απέναντι στους καινοργιοφερμενους γίγαντες. 

Γρήγορα όμως αυτό άλλαξε, ούτως η άλλως η συμμαχία μου με το Δάσκαλο ήταν σαθρή, σαν πιο παλιός απο μένα, με λαμπερή παρουσία που την ενίσχυε η αναμφισβήτητη ευφράδεια του και η φυσική του κλίση προς την κοινωνικότητα, κέρδιζε καταφανώς απέναντι μου, καθώς ήμουν ένας εσωστρεφής, θαμπός χαρακτήρας, πράγμα που έδενε με τη τάση να ρετάρω ή να τραυλίζω. Ο Μανουσος είχε αποδειχτεί καλός ισορροπιστής, μοίραζε την εύνοια του δίκαια ανάμεσα σε μένα και το Δάσκαλο και η κατάσταση μεταξύ μας ήταν θα έλεγα μάλλον ευχάριστη, ακόμα και συντροφική.

             Στο διαγωνισμό μυστικών πρώτος είχε μιλήσει ο Δάσκαλος οπού , φυσικά είπε για την χρόνια κρυμμένη ομοφυλοφιλία του και μάλιστα για την αδυναμία του για νεαρά αγόρια (όχι ανήλικα, το τόνισε) και για την εξάρτηση από ουσίες, όπως η ηρωίνη στη νεότητα του. Τώρα ήταν πενηντάρης. Και αυτό που τον ενδιέφερε πάνω από όλα ήταν να συνεφέρει το χαλασμένο του συκώτι του.

             Όλα αυτά τα ήξερα, μου τα είχε πει σε μεταξύ μας εκμυστηρεύσεις οπότε σαν μυστικό δεν έλεγε και πολλά. Εγώ δεν είχα αποφασίσει τι μυστικό θα έλεγα, αυτή η επισημότητα και εμφανής αγωνία του Μανουσου με συνεπήρε και με αιφνιδίασε. Ο φίλος μας ήταν καλός συζητητής, άνθρωπος καλαμπουρτζής, δεινός ταβλαδόρος και αστείρευτη πηγή μαντινάδων επί πάντως του επιστητού, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν τον είχαμε ψυχολογήσει έτοιμο για σοβαρές εκμυστηρεύσεις, που μπορεί να άγγιζαν τα όρια της ύπαρξης του.

               - Πριν πολλά χρόνια όταν ήμουν στη Κρήτη, μικρός, ακόμα στο γυμνάσιο ερωτεύτηκα μια κοπελιά. Τότε, εκείνο το καιρό, εκείνες τις εποχές δεν υπήρχε λύκειο και το γυμνάσιο ήταν εξατάξιο, χωριστά, αρρένων και θηλαίων, μας κοίταξε ερευνητικά και εμείς νεύσαμε καταφατικά. Δεν ήμασταν και τόσο τζοβενα, ο δάσκαλος ένα τέτοιο σχολείο είχε τελειώσει στην Αθήνα. Εγώ κάπως πιο νέος είχα δεν είχα προλάβει τα εξαταξια γυμνάσια.

          - Hταν λίγο μικρότερη μου μια η δυο τάξεις, εγώ πήγαινα στη έκτη γυμνασίου. Όταν έβλεπα αυτήν τη κοπέλα μέσα μου όλη η ύπαρξη μου γαλήνευε, ένοιωθα τη πιο μεγάλη ηρεμία και ευτυχία, απλά και μόνο στη θωριά της, κόμπιασε καθώς ταξίδευε προς τα πίσω γιατί τώρα η θωριά της ξεχείλιζε απ` τα λεγόμενα του και τον πλημμύριζε. Δεν το πολυπιστευα, όμως ο άνθρωπος βρίσκονταν στα όρια να ξεσπάσει σε κλάματα. Κρατήθηκε. Κοιταχτήκαμε με το Δάσκαλο και με τα μάτια συνεννοηθήκαμε ότι η κατάσταση επέβαλε τη αμέριστη προσοχή μας και τον απόλυτο σεβασμό απέναντι στο φίλο μας.

         - Εκείνα τα χρόνια τέλη της δεκαετίας το 60 τα πράγματα στη Κρήτη για να αποκτήσεις σχέσεις με ένα κορίτσι ήταν διαφορετικά από τώρα. Εμένα μου αρκούσε να τη βλέπω στην αρχή, μετά μου έγινε τόσο απαραίτητη που την έπαιρνα από πίσω και την ακολουθούσα μέχρι την αφετηρία του λεωφορείου που τη πήγαινε στο χωριό της. Όσες φορές βρέθηκα μπροστά της με έπιανε γλωσσοδέτης. Καταλάβαινε ότι την ακολουθούσα, τα ματιά μας συναντιόντουσαν και πάντα ξεγλιστρούσαν με συστολή. Τελείωσα το γυμνάσιο και έπρεπε να φύγω για την Αθήνα, όμως δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε λέξη. Όλοι οι φίλοι και οι συμμαθητές ήξεραν για το πάθος μου αυτό, αλλά δεν τόλμησα ποτέ να της μιλήσω, τόσο ντροπαλός ήμουνα. Ήμουνα φαντάρος όταν τελείωσε το γυμνάσιο και ανέβηκε στην Αθήνα, οπού έμενε σε συγγενείς για να δώσει εισαγωγικές για το πανεπιστήμιο. Εγώ υπηρετούσα στη Αλεξανδρούπολη και περίμενα όλος προσμονή τις άδειες για να κατέβω να τη βρω. Κάθε φορά που κατέβαινα όλο και το ανέβαλα, όλο και φοβόμουν να πάω να τη βρω και να της εξομολογηθώ τον έρωτα μου.

           Σταμάτησε και έψαξε το κομπολόι του, ένα τεράστιο χειροποίητο ανωγειανό, με 33 μαύρες χάντρες, χοντρές, μαύρες με μια αλυσίδα που δεν θα έσπαγε ποτέ, όπως έλεγε. Είχε κόψει το τσιγάρο εδώ και ένα χρόνο, εγώ και ο Δάσκαλος καπνίζαμε σα φουγάρα. Η αποτοξίνωση ήταν για το αλκοόλ, γι` αυτό ήμασταν στη Κλινική και η νικοτίνη έπρεπε να περιμένει τη σειρά της, αργότερα.

         - Όταν απολύθηκα ήταν κάτω στη Κρήτη και έτσι κατέβηκα και γω, εκεί έμαθα ότι σκόπευαν να την αρραβωνιάσουν. Έπεσα να πεθάνω όταν μου το μαρτυρήσανε. Ήθελα να πάω να τη βρω και να τη ζητήσω και αν μου έλεγε όχι να σκοτωθώ μπροστά της. Πέσανε οι δικοί μου πάνω μου όταν κατάλαβαν τι πάω να κάνω. Με αποτρέψανε, όχι γιατί φοβήθηκα, αλλά γιατί θατανε προσβολή για τη κοπέλα και θα γινότανε μεγάλος χαμός, ήτανε από καλή οικογένεια με όνομα που το εκτιμούσαν πολύ στο Ρέθυμνο. Έφυγε ξαφνικά για την Αθήνα ενώ εγώ δίσταζα για μια ακόμα φορά. Σκόπευα να προλάβω και αποφάσισα να ανεβώ και γω. Και ξαφνικά εξαφανίστηκε, χωρίς ίχνος, σα να τη κατάπιε η γης. Έπεσα σε μεγάλη μαυρίλα και μούντζωνα τον εαυτό μου για τη δειλία και τη χαζομάρα που με έδερνε, τόσο καιρό να μη πάω να τη ζητήσω από τους δικούς της η τουλάχιστον να τη κλέψω. Έτσι βασανιζόμουνα για μήνες μέχρι που έμαθα ότι είχε παντρευτεί. Απο τότε άρχισα να πίνω όλο και πιο πολύ και κάθε φορά που τα έβαζα με τον εαυτό μου, λύσσαγα και γινόμουνα στουπί. Με γυναίκα αρνιόμουν να παω, μια και έχασα αυτή που εγώ ήθελα.

Σιγά-σιγα το έπαιρνα απόφαση, έπρεπε να δουλέψω και με την παρότρυνση των αδελφών μου βρήκα δουλειά σε μια τράπεζα και για να μην τα πολυλογώ γνώρισα αργότερα και μια κοπέλα που φάνηκε οτι ταιριάζουμε, κρητικιά και αυτή, και έτσι στα 26 μου παντρευτήκαμε και μαζί της είμαι μέχρι σήμερα. Κάναμε τρία παιδιά μεγάλα τωρα.

     Απο τον κήπο κάτω απο τη βεράντα, οπού καθόμασταν ακούστηκαν χασκογελα και κάποιοι άρχισαν να μιλάνε δυνατα και ο Μανουσος σώπασε ενοχλημένος. Καθώς μας φαίνονταν άτοπο να υπάρξει κάποιος λαθραίος ωτακουστής, πρότεινα να περάσουμε μέσα στο δωμάτιο και να συνεχίσει εκεί τη αφήγηση του. Μπήκαμε, κλείσαμε τη πόρτα για να έχομε την ησυχία μας, γιατί ήταν η ώρα του επισκεπτηρίου και υπήρχε η σχετική κινητικότητα. Υποτίθεται οτι ήταν μια νευρολογική κλινική όμως όλοι ήξεραν οτι ήταν κέντρο αποτοξίνωσης και θεραπείας για συγκεκριμένα πράγματα, αλκοολ και πρέζα. Εμείς ήμασταν στο πρόγραμμα του αλκοολ, ο Δάσκαλος ειχε καθαρίσει απο την πρέζα χρονια πριν, αλλα κύλησε άσχημα στο ποτό όπως συμβαίνει με πολλούς junkies, που υποκαθιστούν την εξάρτηση τους απο τη ηρωίνη με αλκοολ. Απο τη Σκύλλα στη Χάρυβδη δηλαδή. Εγώ ήμουν πούρος αλκοολικός, που όταν είδε τα σκουρα αποφάσισε να ακολουθήσει ενα <στεγνό>πρόγραμμα εσώκλειστος σ` αυτή την ιδιωτική κλινική που εξειδικεύονταν σε αυτές τις περιπτώσεις, με το αζημίωτο βέβαια. Έτσι είχαν τα πράγματα.

           -  Ήμουνα γέρο ποτήρι, συνέχισε ο φίλος μας, αλλα όχι και μεθύστακας ή έτσι νόμιζα, με ενοχλούσε που πολλές φορές ταπινα παραπάνω, αλλα δεν ξέφευγα ώστε να γίνομαι ρεζίλι, έτσι όμως γινόμουνα σιγά σιγά, χωρις εγώ να το παραδέχομαι και άλλοι να το αντιλαμβάνονται. Αυτά μέχρι την άνοιξη του 90, όταν μια μέρα στην τράπεζα όπου δούλευα, σηκώνω το κεφάλι μου και τη βλέπω. Στέκονταν στο διπλανό γραφείο και η καρδιά μου, η αναπνοή και το μυαλό μου σταμάτησαν όλα μονομιάς. Ήταν σαν μην ειχε περάσει ούτε μια μέρα απο τότε που την είδα, στην Κρήτη τελευταία φορά. Γύρισε και με είδε και κατάλαβα οτι με αναγνώρισε, και ας είχαν περάσει 20 χρονια. Σηκώθηκα και τη χαιρέτησα η μάλλον ένοιωσα τον εαυτό μου να κάνει και να λεει όλες αυτές τις εκφράσεις ευγένειας που συνηθίζονται μεταξύ παλιών γνωστών και συντοπιτών. Αφού χαιρετηθήκαμε έμαθα οτι ήταν παντρεμένη και ειχε δυο παιδία, εγώ τότε είχα δυο και περίμενα το τρίτο. Με ρώτησε για κοινούς γνωστούς και συμμαθητές και όχι χωρίς αμηχανία ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Δεν περίμενα πολύ την άλλη μέρα τη πήρα και της πρότεινα να βγούμε για καφέ. Δέχτηκε ευχαρίστως. Όλη η αγαλλίαση της νιότης μου είχε επανέλθει που έβλεπα αυτή τη γυναίκα, σαν ο κόσμος να άλλαξε χρώμα και γω να βρίσκομαι στο κέντρο του. Γίναμε εραστές αμέσως... και παραμείναμε επί 17 χρονια, μέχρι  τώρα, είπε ο Μανουσος με φωνή που στο τέλος εγινε τόσο ξέπνοη, που απορούσα πως απο ενα τέτοιο άντρακλα έφυγε η δύναμη και δεν χωράνε τα πνευμόνια του αέρα ούτε για να μιλήσει καλά- καλά.

         Μας κοίταξε και κει θεώρησε καλό να δώσει κάποιες διευκρινήσεις. Μας εξήγησε οτι ειχε να τη δει τρεις μήνες και τα πρώτα χρονια της συνάντησης τους, ικανοποιούσαν το πάθος τους συχνά και ριψοκίνδυνα, όποτε το επέτρεπαν οι συνθήκες. Μετά  λιγόστεψαν οι φορές οσο μεγάλωναν οι οικογενειακές υποχρεώσεις και οι κίνδυνοι να αποκαλυφθούν. Βρισκόταν σποραδικά, άλλοτε πιο συχνά, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε καθόλου. Είχανε συμφωνήσει οτι σε καμμία περίπτωση δεν θα έβαζαν σε κίνδυνο τις οικογένειες τους και θα κρατούσαν το πάθος τους μυστικό απο όλους.

       - Στα χρονια αυτά της διπλής ζωής μου, ξανάρχισε ο Μανουσος, το πιοτό εγινε ο μόνιμος σύντροφος μου και άρχισε να εχει παρενέργειες στη εργασία και την οικογένεια. Άρχισα να πίνω στη δουλειά, να ξεκινάω με ουίσκι απο το πρωί αντί για καφέ. Τα τελευταία χρονια η κατάσταση χειροτέρεψε, συγχρόνως με τη παράνομη σχέση μου που ξέφτιζε. Αποφάσισα να της ζητήσω να διακόψουμε, αυτή στην αρχή είπε όχι, αλλα μετά συμφώνησε. Δεν κρατήσαμε την υπόσχεση και ξαναβρεθήκαμε.

  Τελευταία είπαμε να κρατήσουμε μόνο μια φιλική σχέση και να κόψουμε το ερωτικό, αλλα ούτε και αυτό εγινε. Πριν δυο μήνες είπα οτι τέρμα δεν παει άλλο, και  αποφάσισα να κόψω κάθε δεσμό. μέχρι την περασμένη εβδομάδα που με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να βρεθούμε. Της είπα οτι είμαι εδώ και παρόλο που ήθελε να έρθει να με δει της είπα όχι, να μην έρθει. Απο τη μέρα που μιλήσαμε μέχρι σήμερα τη σκέφτομαι διαρκώς και δεν έχω ύπνο. Αυτό είναι το μυστικό μου, να μη σας κουράζω άλλο, ξαφνικά άλλαξε ταχύτητα ο Μανουσος και επανήλθε στο παρόν κόβοντας τη αφήγηση του.

              Είχα συγκινηθεί απο την εκμυστήρευση του Μανουσου, απο τον απλό τρόπο που παρουσίασε τη σκοτεινή πλευρά της ζωής του, με τη χαρακτηριστική κρητική προφορά που γλυκαίνει τα σύμφωνα και τους διφθόγγους. Ήταν εμφανώς διχασμένος απο την ικανοποίηση που ο πρώτος και μοναδικός του έρωτας ευοδώθηκε και απο τη ντροπή που ένιωθε απέναντι στη γυναίκα του και την οικογένεια του. Περίμενε τα σχόλια και τη γνώμη μας και του είπα με το δίβουλο πνεύμα μου, οτι μια σχέση παράνομη που κρατάει 17 χρονια, δεν είναι ένα ερωτικό καπρίτσιο και η απόφαση να τη σταματήσει είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, και οτι και αν έκανε στο τέλος, δεν έπρεπε να ήταν για τα παιδιά του που ήταν πια μεγάλα και δεν θα τα έβαζε σε δοκιμασία σε τρυφερή ηλικία, αλλα πέρα απο κοινωνικές συμβάσεις να έκανε αυτό που ήταν το πιο αληθινό απέναντι στον εαυτό του και τα συναισθήματα του.

             Σώπασα αμηχανα, καταλάβαινα οτι ο Μανουσος την απόφαση του την ειχε πάρει και απλά τη δικαιολογούσε με αφορμή τις κοινωνικές συμβάσεις τις οποίες αγνόησε για 17 χρονια.

Ο Δάσκαλος ήταν πιο ευθύς:

            - Μου φαίνεται, είπε, οτι το μυστικό σου είναι συνυφασμένο με τον αλκοολισμό σου και δεν είναι τυχαίο που τώρα, που <καθαρίζεις>, θέλεις να απαλλαγείς απο και αυτό.

            Ο Μανουσος συμφώνησε αμέσως. Η σχέση με τη γυναίκα αυτή ήταν αδιέξοδη, κρυφή και καλυμμένη με ενοχές, σιωπές και ντροπές. Ήθελε να στέκεται απέναντι στη γυναίκα του, τωρα που τα παιδιά του θα έφτιαχναν τη ζωή τους και έφευγαν να κάνουν τα δικά τους σπίτια (τα δυο μεγάλα ήδη το είχαν δρομολογήσει) καθαρός απο όλα τα πάθη και τις έξεις και να ζήσει το τέλος της ώριμης ζωής του με ευγένεια, χωρις αναταράξεις.

            Τους άκουγα να μιλάνε αυτοί οι δυο. Τους παρατηρούσα και έβλεπα πόσο ταίριαζαν. Ήταν και οι δυο μαχητές, μάχιμοι της ζωής, της πραγματικής ζωής.

            Ο ένας ο Δάσκαλος (δεν ήταν δάσκαλος στα αλήθεια, έτσι ειχε ξεκινήσει και αυτή ήταν η κλίση του και το τάλαντο του, αλλα σύντομα παράτησε το μίζερο δασκαλίκι στη επαρχία όπου πρωτοδιοριστηκε και γύρισε στην Αθήνα) παραδόθηκε στη παρόρμηση και το κρυφό πάθος, εγινε δημοσιογράφος, μουσικός παραγωγός, μπάρμαν και  δοκίμασε τη τύχη του στις εκδόσεις, ταξίδεψε πολύ, γνώρισε ανθρώπους, αγάπησε, μίσησε, κέρδισε και έχασε, πάλεψε και βούλιαξε και ξανάρχισε απο την αρχή.

            Ο άλλος είδε την τύχη να του ανοίγει την πόρτα της και μπήκε θαρραλέα αναγνωρίζοντας το εφηβικό του έρωτα, τον έπιασε και τον αγκάλιασε γενναιόδωρα, κρατήθηκε μέσα στις απαιτήσεις της οικογένειας που ειχε δημιουργήσει και της κοινωνίας οπου ανήκει, μέθυσε απο το πάθος του και τωρα επέστρεφε να ζήσει καθαρός και ήσυχος το υπόλοιπο της ζωής του.

            Κοίταζα τα χέρια μου με λύπη. Είναι το μονο μέρος απο τον εαυτό μου που αναγνωρίζω απο τη νεότητα μου, που εχει μείνει λίγο πολύ το ιδιο και ο χρόνος το εχει σημαδέψει λιγότερο αδυσώπητα, απ` οτι τα κουρασμένα μάτια μου και το σώμα με τα χαλαρά, παραπανίσια κιλά.

Φυγόμαχος και λιποτάκτης στις αγκαλιές που άνοιξαν να με δεχτούν δισταχτικά η γενναιόδωρα. Επισκέπτης στις δοκιμασίες του έρωτα, μάστορας στην αμφιβολία και τη πόζα του αδικημένου.

Θυμάμαι. Την αγωνία των συνελεύσεων και των μπαρ οπου έψαχνα το φωτεινό εκείνο βλέμμα. Την επιτηδευμένη άνεση μου όταν τη συναντούσα, το καρδιοχτύπι που μ` έπιασε όταν χώρισε απο το φιλο της, το πως καραδοκούσα για μια ένδειξη εύνοιας. Το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και το απόγευμα σε μια στάση λεωφορείου πού ο κόσμος μου ράγισε. Το γυμνό γόνατο που ακόμα με πληγώνει.

Σιωπηλά, άχαρα χρονια. Σπουδές και δουλειές, πολιτικές συζητήσεις και καλοκαιρινές διακοπές, όλα καλά καμωμένα, με μέθοδο καταναλωτή και ψυχολογία λαθρεπιβάτη.

           Κοιτάω τους δυο συντρόφους στην επιχείρηση στεγνού καθαρίσματος η μήπως να πω καθαρτηρίου. Παραπάτησαν, βέβαια, αλλα βαθιά μέσα τους είναι ήσυχοι και γεμάτοι, απο τις προσδοκίες της ζωής άρπαξαν τις πιο ζουμερές και επικίνδυνες και τωρα πιο σοφοί μετράνε τα κουκιά της ζήσης τους και βλέπουν οτι έχουν πολλά να πούνε γιατί το σακούλι τους είναι γεμάτο.

Εγώ κοιτάω τα χέρια μου και σιωπώ.

ART... wilem de kooning

21/2/2008     SoniKeKala