Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ (2)

Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ (2)

Το Πορτοκάλι

Παρ. 10/2/2023

Είχα πάει μέχρι την πλατεία Εσκί Σεχίρ – πρώην Κουμουνδούρου-  όπου οι τούρκοι στρατιώτες  οργανώνουν και μοιράζουν το συσσίτιο. Την ώρα που μας έβαζαν σε ουρές, για τη διανομή, το ερείπιο που κάποτε ήταν το υπουργείο Εργασίας ανατινάχτηκε μέσα σε ένα χαμό από σκόνη και μπάζα, με ένα υπόκωφο θόρυβο σαν να γίνονταν σεισμός. Το πλήθος σκόρπισε πανικόβλητο, οι στρατιώτες, πάνοπλοι σαν ρομποτικοί αστακοί, ακροβολίστηκαν, ακούστηκαν οι πρώτες ριπές.

Ο πανικός στο πλήθος είναι μεταδοτικός, όσο πιο πολλοί μαζί τόσο πιο ανεξέλεγκτος, έτσι γίνεται και με το γέλιο, ή τη θλίψη, αλλά ο τρελός σαν πληγωμένο πουλί φόβος είναι ο πιο παραλογισμένος… γι` αυτό και γω ποτέ δεν ακολουθώ το κύμα του πλήθους, προσπαθώ πάντα να ξεκόβω ακόμα και αν φαίνεται πως πάω προς το στόμα του λύκου…

Το βάλαμε στα πόδια.  Mε προφυλάξεις, τράβηξα προς το Κέντρο, ενώ οι πολλοί σκόρπιζαν προς το χάλασμα του Ψυρρή.  Ξαφνικά την είδα δίπλα μου. Προχωρήσαμε για λίγο μαζί. Ακούστηκαν διασταυρούμενα πυρά, ριπές από καλασνικοφ. Ήμασταν κοντά στη Βαρβάκειο, λούφαξα σε μια γωνιά, τη κοίταξα, μου έγνεψε, και ήρθε δίπλα μου. Ακούστηκε η απάντηση στα καλάσνικοφ, μπάσες ομοβροντίες, κατευθυνόμενες λέιζερ οπλοβομβίδες σαρπνέλ και αέριων…  φωνές, κάποιοι είχαν χτυπηθεί…

Αρχίσαμε να προχωρούμε. Με ακoλούθησε, αθόρυβα, όπως είχε εμφανιστεί. Όσο προχωρούσα τόσο με έσφιγγε μια μέγγενη στο στήθος, το στόμα μου είχε ξεραθεί, κι όσο την παρατηρούσα  με τρόμο διαπίστωνα  τη τρομακτική ομοιότητα. 

- Μένεις εδώ, με ρώτησε, στο Πάρκο, θέλω να πω…

- Ναι, είπα ή μάλλον έγνεψα, η φωνή της ήταν φιλική.

- Πρόλαβες από το συσσίτιο τίποτα?

- Όχι

- Ούτε γω

Τώρα που είχαμε προχωρήσει, πήγαινα πιο γρήγορα. Σκέφτηκα λες να ‘χε δίδυμη αδελφή? Όχι, δε γίνεται! Θα το είχα μάθει, στο δικαστήριο, τότε! Είχαμε φτάσει στο πρώην Αφγανικό οχυρό, δηλαδή  Άνω Πετράλωνα. Εδώ το μέρος δεν το έλεγχε καμιά πολιτοφυλακή, μέχρι κάτω στον Ταύρο. Καθίσαμε. Τίναξε το μαύρο ωραίο κεφάλι, τότε παρατήρησα τις καστόρινες μπότες της. Ολόιδιες, όπως εκείνης! Πρέπει να είχα πολύ κακή όψη, ήμουν μάλλον άσπρος σαν κιμωλία, γιατί μου είπε σιγανά:

- Δεν φαίνεσαι καλά, είσαι άρρωστος; Χαμογέλασε. «Πάρε αυτό», και μου  πρόσφερε ένα πορτοκάλι.

Σηκώθηκε. Το χαμόγελο της είχε κάτι το ασύμμετρο, ένα λίγο στραβό στόμα, με λεπτά ντελικάτα χείλη, την έκανε ακόμα πιο χαριτωμένη. Ανάσαινα! Ήταν μια σωσίας αυτό ήταν, βλάκα, σύνελθε!

- Ευχαριστώ, κυρία, τραύλισα. Ένοιωθα αμήχανα, πάει καιρός που έχω να μιλήσω με τον οποιοδήποτε.

- Χα! κυρία, για φαντάσου, λοιπόν, εγώ  πάω, έχω δρόμο. Είμαι η Ελεονόρα, εσύ?

Της είπα ένα όνομα , το πρώτο που μου ‘ρθε.

- Γεια!

- Ευχαριστώ…

- Για το πορτοκάλι; Σιγά! Και γυρίζοντας προς εμένα, όπως ξεμάκραινε με μια κίνηση που με πονούσε, «άκου, ξεφλούδισε το, φάτο και τα φλούδια του βάλτα στη τσέπη του πανωφοριού σου» μου είπε και καθώς εγώ σιωπούσα, πρόσθεσε «λένε πως όποιος φάει ένα πορτοκάλι και μετά κοιμηθεί με τις φλούδες του, θα δει ένα κομμάτι από τα μελλούμενα… και έλα να με βρεις»!

- Που;

Η απάντησή της με άφησε στήλη άλατος.

- Στο καταυλισμό του Μοσχάτου, στο γήπεδο. Είμαι στο ιατρείο.

Άνεμος , άνεμος κακός άρχισε να φυσά, πάνω από την πόλη, μέσα στα ερείπια, μέσα στα σωθικά μου, περνούσε μέσα από τις τσέπες μου, στριφογύριζε, μέσα στο νου μου, ύπουλος αέρας, κακός…

 

Κυρ. 12/2/2023

Είμαι και πάλι στη γωνίτσα μου στο Πάρκο. Κατ’ ευφημισμό πάρκο. Είναι ο ερειπιώνας μεταξύ, Κεραμεικού, Ρουφ προς δυτικά, νότια μέχρι την Καλλιθέα, ανατολικά   Συγγρού, Φιξ, Μετς, προς βορρά μέχρι το Θησείο, Βοτανικό. Πριν μερικά χρόνια, μετά τις Μεγάλες Ταραχές, αυτές οι περιοχές, βομβαρδίστηκαν ανελέητα και έτσι προέκυψε… το Πάρκο. Τώρα είναι κάτω από το μερικό έλεγχο μιας πολυεθνικής «ειρηνευτικής» Δύναμης. Υπήρξαν διάφορες εκεχειρίες που όλες κατέρρευσαν, μια από αυτές διανύουμε και τώρα. Δεν πρόκειται να διαρκέσει για πολύ, ήδη η δράση των ελεύθερων σκοπευτών έχει αυξηθεί. Άνθρωποι πέφτουν ξαφνικά νεκροί ενώ στέκονται στις ουρές για τρόφιμα, φάρμακα, για καμιά προσωρινή δουλειά ή ακόμη χειρότερα σφαδάζουν τραυματισμένοι και μένουν εκεί αιμορραγώντας μέχρι θανάτου, καθώς όλοι γύρω σκορπίζουν, έντρομοι, να καλυφτούν  από τις αόρατες σφαίρες που κανένας δεν ξέρει από πού και από ποιον προέρχονται.

Χθες το μεσημέρι έφαγα το ωραίο μου πορτοκάλι και έβαλα τις φλούδες του στη τσέπη, ένοιωσα λίγο γελοίος αλλά το έκανα, έτσι με πήρε ο ύπνος. Βέβαια όπως περίμενα δεν έγινε τίποτα, …  όλη μέρα ήμουν δύσθυμος και νευρικός. «Τέλος πάντων ας είναι και έτσι, χωρίς όνειρα», είπα, «είναι το μόνο φαγώσιμο που έχεις φάει εδώ και δυο μέρες!»

 

Ο Αναρχικός

Δευ. 13/2/2023

Η μέρα σήμερα, φαίνονταν σχετικά ήσυχη, λίγο θαμπή, ευκαιρία για μια βόλτα μήπως και…

Η αλήθεια είναι ότι η συνάντηση με την Ελεονόρα με είχε αναστατώσει, γιατί  φοβόμουν, πως, αντί για τα μελλούμενα, με έφερνε πίσω στο παρελθόν μου που εγώ και οι κακοί καιροί που προέκυψαν, είχαν ευνοήσει να θάψω.

Έτσι, τράβηξα προς τις παρυφές του Ν. Κόσμου, με σκοπό να βγω στη Μπακνανά, όπου έμενε ο Αναρχικός.

Οι κοινωνικές συναναστροφές μου ήταν πάντα λίγες και δύσκολες. Δεν έχω φίλους, γνωρίζω κάποιους ανθρώπους, άλλους καλά και άλλους καλύτερα, αλλά αυτή η γνώση χρησιμεύει μόνο σε μερικά πρακτικά πραγματάκια, όπως η επιβίωση, σ` αυτό το σπίτι του φόβου που έχει μετατραπεί η Αθήνα, ίσως και όλη η χώρα. Ναι, καθημερινή επιβίωση από το θάνατο ή το σακάτεμα, από τη πείνα και τις κακουχίες, αυτό είναι το κυρίαρχο, δεν χωρούν εδώ κανενός είδους σχέσεις, από αυτές τις ανθρώπινες που είχαμε τα όχι και πολύ μακρινά χρόνια, όταν η Αθήνα ακόμα ζούσε και οι άνθρωποι είχαν ιδέες, απόψεις και αισθήματα.

- Να, λοιπόν που σε ξαναβλέπω, στραβοκάνη! Πώς πάει ρε, έχεις φέξει από την αφαγία!  Καλός ο καιρός στο Πάρκο?

- Καλύτερος από εδώ, του είπα.

- Είσαι τρελοκομείο, μεγάλε. Αφού σ` αρέσει να πηγαίνεις τρέχοντας ή έρποντας στους ακάλυπτους … να φυλάγεσαι στο χέσιμο μη στην ανάψουν στο κώλο, έκανε χαρούμενα με ένα γελάκι.

- Μη στενοχωριέσαι για το κώλο μου, αν έχεις κάτι να πιω έχει καλώς, αλλιώς μη μου τα πρήζεις τώρα…

- Έχω κάτι που μοιάζει με Νες και κάτι που μπορεί να είναι σκόνη γάλα ή κρέμα, ζάχαρη γιοκ, κάνε κουμάντο μόνος σου…

Ο Αναρχικός είναι ένας εύσωμος, βαρύς άντρας περασμένα σαράντα, με γουρλωτά μάτια λόγω θυρεοειδή, μαυριδερός, ασχημομούρης, φεγγαροπρόσωπος. Ήταν από τους ελάχιστους που είχα νταλαβέρι στη φυλακή και αρκετές γνώσεις για να μιλάμε. Όταν ξέσπασαν οι Ταραχές, εγώ, αυτός, ο Ταξιτζής, και ο Σωκράτης ο Αλβανός, όλοι μας από τη ιδία πτέρυγα, τακιμιάσαμε υποχρεωτικά. Στα γεγονότα που ακολούθησαν η φυλακή κάηκε . Βγήκαμε έξω στην ελευθερία της σπαραγμένης Αθήνας…

Τώρα ο Αναρχικός, κατά κόσμο Μάκης Λ., έκανε διάφορες δουλειές από το  ισόγειο ενός εντυπωσιακά άθικτου τριώροφου στο όριο μεταξύ Ν. Κόσμου και Ν. Σμύρνης. Αυτό  που πραγματικά έκανε καλά, ήταν οι υπολογιστές, ιδιαίτερα το hard κομμάτι τους, αυτοδίδακτος, είχε πάθος με αυτά. Τώρα ήταν σε θέση καλύτερη από πολλούς. Γιατί μπορεί με τις Ταραχές, την Εισβολή, με τις οδομαχίες που μαίνονταν κάθε τόσο και μπορεί να κρατούσαν εβδομάδες ή και μήνες, να καταστράφηκε πρακτικά κάθε είδους δικτύου στη πόλη, όμως αυτά ξαναφτιάχνονταν, όπως οι αράχνες ξαναφτιάχνουν τον ιστό τους μόλις τις αφήσεις στην ησυχία τους.

Οι λεγόμενες ειρηνευτικές δυνάμεις απλά επέβλεπαν και τις περισσότερες φορές αδιαφορούσαν για το τι γίνεται στις συνοικίες...

Ο Αναρχικός μαζί με  κάποιους συνεργάτες του (που μόνο αυτός ζηλότυπα κρατούσε επαφή), έκαναν κάποιες δουλίτσες  τοπικά, αλλά το πιο σοβαρό και επικίνδυνο ήταν το σπάσιμο του NIN  δηλ. του NEW-INTER-NET. Στο ΝΙΝ έχει πρόσβαση όποιος πληρώνει μια συνδρομή ανάλογη με το τι θέλει να κάνει και κυρίως αν είναι νόμιμος.

Σ` αυτό το τοπίο, ο Αναρχικός και οι συνεργοί του έκαναν μπίζνες. Διότι «νόμιμοι»  στη  χώρα ήταν πια πολύ λίγοι…

Του είπα για την συνάντηση που με αναστάτωσε. Για τη αθόρυβη κοπέλα που μου έφερε πίσω  αυτά που είχα νομίσει ότι είναι πια καλά θαμμένα …Με άκουγε ενώ πασπάτευε κάτι που θα πρέπει να ήταν  μια αρχαία ταμπλέτα της εποχής του android λογισμικού.

- Δεν ξέρω, βόγκηξα, είμαι μπερδεμένος ρε Μάκη… αν ήταν μόνο ολόιδια με …εκείνη, εντάξει! Όμως με φρίκαρε, όταν μου είπε για το Μοσχάτο, στο γήπεδο, ξέρεις, εκεί που έκανα,… τότε πριν δέκα χρόνια…

Με το «ρε Μάκη» σταμάτησε, ότι έκανε, με κοίταξε και καθάρισε το λαιμό του. Το Μάκης σήμαινε τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά,  ζόρικα!

- Εκεί που έκανες το φόνο και ξέκανες το κορίτσι, εδώ δε κρυβόμαστε, να τα λες όλα, με κοίταζε κατάματα σοβαρός και συνέχισε, «κοίταξε, αυτά με το πορτοκάλι, δεν ξέρω  πίπες μου φαίνονται, κόμπιασε σκεφτικός, λοιπόν , λέω να πας …»

- Που να πάω;

- Να τη βρεις!

- Γιατί;

- Δεν ξέρω, σε βλέπω να φλιπάρεις, έτσι που βγήκε το τζίνι από το μπουκάλι… να πας να δεις αν υπάρχει τζίνι, η απλά μια πατάτα μες τη κεφάλα σου… 

- Πρέπει βγω από το πάρκο, άρχισε να με κόβει ιδρώτας.

- Αυτό σίγουρα.

- Αυτές τις μέρες ξαναγρίεψαν τα πράγματα.

- Φοβάσαι;

- Ναι.

- Να πας, βρες τρόπο…

- Τι λες να είναι?

- Πήγαινε και θα μάθεις εκεί. Το ξέρω είναι δύσκολο για σένα αυτό το μέρος, μετά τόσα χρόνια…  όμως, ίσως γι` αυτό να πρέπει να πρέπει να πας, γνώμη μου… και ξεκόλλα από το Πάρκο, δεν είναι καλό να είσαι εκεί συνέχεια, μη με βάζεις να σου λέω πράγματα που ήδη ξέρεις…

- Εντάξει, είπα ξέπνοα.

Με αγνόησε, και…

- Όλοι φοβούνται. Δεν είμαι μόνο  εγώ  που φοβάμαι!

- Ναι, αλλά «αυτοί»  φοβούνται αλλιώς, εμείς φοβόμαστε αλλιώτικα!

Είπε, εμείς και αισθάνθηκα αμέσως ζεστά, σχεδόν αγάπησα το χοντρό.

- Οι άλλοι, συνέχισε, φοβούνται με τον ίδιο τρόπο που πιο παλιά, ήταν αγανακτισμένοι και θυμωμένοι. Μετά τους έφυγε ο θυμός και τους έμεινε ο φόβος. Ήταν θυμός που έβγαινε μέσα από το φόβο. Άλλος είναι ο θυμός από την αδικία, να ζητάς το δίκιο σου, να πούμε, να μην δέχεσαι να σε πατάνε τα σκουλήκια. Άλλο ο θυμός του φοβισμένου, που φοβάται γιατί δεν ξέρει τι είναι αυτά τα σκουλήκια που του τρώνε τη ζωή και κυρίως φόβος γιατί θα χάσει αυτό που έχει, τη βόλεψη του και τη καλοπέραση του. Τέτοιοι θυμοί κρατούν όσο ένα μελτέμι.

Είχε αρχίσει να γίνεται γλαφυρός, γούσταρε και εγώ ήμουν ένα καλό ακροατήριο.

- Ξέρεις τι είναι το περίεργο, που δηλαδή δεν είναι τόσο αν το καλοσκεφτείς! συνέχισε ακάθεκτος, όταν χάσουν  τό βόλεμά τους, ότι αυτό σημαίνει για τον κάθε ένα, μετά χάσουν  τη δουλειά τους, μετά το κομπόδεμα, το αυτοκίνητο κλπ, τότε φοβούνται ακόμα πιο πολύ! Και όταν τους γαμήσουν τη οικογένεια, τους πάρουν τα παιδιά, τους πηδήξουν τη γυναίκα ή τη γκόμενα και στο τέλος τους τη χώσουν και στο δικό τους κώλο, τι νομίζεις ότι κάνουν?

- Τίποτα, είπα, δεν κάνουν τίποτα.

- Όχι, τίποτα είναι τίποτα, μηδέν. Τότε  όλοι αυτοί ….ο πρώην ιδιοκτήτης,  ο πολίτης,  ο νοικοκύρης, φοβάται ακόμα πιο πολύ, μετατρέπεται σε ένα κομμάτι φόβο, είναι ένας εθιστικός φόβος, ένας πρεζοφόβος. Συνηθίζει να φοβάται και όταν δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί ...ε, τότε γίνεται συνένοχος με αυτούς που σπέρνουν το φόβο.

- Καλά, τώρα άρχισες τα αντιεξουσιαστικά σου, τον τσίγκλησα.

- Καθόλου. Ξέρω τι σου λέω, γιατί αντίθετα με σένα που ζεις σα το κοπρόσκυλο, στο Πάρκο, με τα τετράδια σου, ο κουλτουριάρης που δεν πρόλαβε να γίνει ποτές του διανοούμενος με  αποδοχή, σωστά ή μήπως υπερβάλω?

- Συνέχισε, έγνεψα, τον άκουγα με ηδονικό μαζοχισμό!

- Εγώ, συνέχισε, βλέπω κόσμο πολύ, όλων των ειδών. Αυτοί που φοβούνται, έτσι, όπως σου περιγράφω είναι οι πολλοί και είναι οι χειρότεροι, έχουν καταπιεί το τρόμο που τους έχει γκαστρώσει τα σωθικά, εγώ τον λέω ρουφιανοφόβο. Γιατί αν κάποιοι επινοήσουν ένα ρήγμα, καλέσουν σε ρήξη, ή απλώς αμφισβητήσουν τη κατάσταση ώστε να χαλάσει η μανέστρα των σκουληκιών, αυτοί είναι οι πρώτοι που θα πέσουν να τους φάνε, και αν δεν μπορέσουν καλούν αυτούς που τους πηδάνε το σπίτι να καθαρίσουν …έτσι πάει. Ο φόβος, τους έχει κάνει ζόμπι… Φίλε ζούμε με τους ζωντανούς νεκρούς… Ρομέρο και ξερό ψωμί …ο άνθρωπος ήταν πολύ μπροστά!

- Καλά, κόψε κάτι, τόλμησα…

- Τι, λες, ρε  μαλάκα, βρόντηξε και άστραψε. Απλά, δεν ξέρεις, νομίζεις ότι ξέρεις, αλλά έχεις μαύρα μεσάνυχτα, ζεις σαν το τσακάλι, στα χαλάσματα και επειδή βλέπεις τα  φονικά, τις οδομαχίες από κοντά, νομίζεις ότι ξέρεις… δεν βλέπεις τίποτα… μόνο άμα σχετιστείς μαζί τους… τότε καταλαβαίνεις τι έχει κάνει η τρομοκρατία στο  άνθρωπο, στο κοινό άνθρωπο… εγώ, εσύ, δεν είμαστε μέσοι άνθρωποι γιατί δεν ήμασταν από πριν. Ακόμα και αν το θέλαμε. Εσύ ισοβίτης, ο φονιάς , εγώ χμ, για άλλους λόγους, έχω φάει τόσο ξύλο και χημεία για να ομολογήσω ότι ήξερα και δεν ήξερα…

- Οκ, ξέρω, μουρμούρισα, δεν ήθελα τώρα να μπλέξουμε με  τα παρελθόντα μας.

Τώρα είχε σκύψει και πασπάτευε κάτι που έμοιαζε σαν τελάρο με τσιπάκια.

- Θα πηγαίνω, είπα και σηκώθηκα.

- Να πας, απάντησε, στο Μοσχάτο , αυτό λέω…

- Εντάξει, θα πάω.

 

 

Τετρ. 15/2/2023

Το να διασχίσει κάνεις τη «Βηρυτό» [Καλλιθέα, Ρέντης, Ν. Σμύρνη] δεν είναι εύκολο. Εδώ και ένα χρόνο ερίζουν για τον έλεγχο της οι συμμορίες των Νεοβαρβάρων και η ρωσογεωργιανοί μαφιόζοι. Μου πήρε δυο μέρες να το καταφέρω και να ‘μαι, στον σχετικά ασφαλή  καταυλισμό του Μοσχάτου.

Είναι  μια ασφυκτική Βαβέλ. Ντόπιοι και ντόπιοι πρόσφυγες μαζί με  ξένους πρόσφυγες και μετανάστες που καταλήγουν εδώ, σε μια χώρα χωρίς σύνορα, αφού οι δουλέμποροι πάρουν τα πάντα εκτός από τα ρούχα που φορούν.

Είπα το όνομα της.  Ένας ένοπλος έξω από τα ιατρεία, κάτι φώναξε στα ρώσικα σε μια παχιά γυναίκα και  άρχισε να με περιεργάζεται με φανερή απέχθεια. Μετά βαρέθηκε και έφυγε.

Σουρούπωνε με ένα μεγαλειώδη αττικό τρόπο. Αυτό δεν έχει αλλάξει. Ήμουν κουρασμένος, δεν ήξερα πια γιατί ήμουν εκεί, αλλά ένοιωθα ότι έφτανα, σε όποιο τέλος υπήρχε και έπρεπε να  δω τη Ελεονόρα...

Αίφνης, αλαφιασμένος πήγα να τραβήξω το δεξί μου χέρι μα ήταν αδύνατο, ένα άλλο, ένα οστεώδες χέρι το κρατούσε με επιμονή. Στράφηκα και αντίκρισα, στα πόδια μου, μια μαυριδερή, λιγνή γυναίκα, με τεράστια μαύρα μάτια, γοναστή, σε μια στάση απόλυτης ικεσίας να με κοιτά, κρατώντας το χέρι μου σφιχτά. Μια υποσιτισμένη, πιθανόν Αφγανή, με το ακόμα πιο υποσιτισμένο νήπιο της κρεμασμένο επάνω της. Ήταν σαν όλο το στρατόπεδο  να είχε καρφωθεί επάνω μου και ότι ο χρόνος σταμάτησε και με κοίταζε και αυτός. Ένοιωσα  το ελεύθερο χέρι μου, ξεχωριστά από την ύπαρξη μου να βγάζει το ξεροκόμματο με της ελιές που μου είχε απομείνει και να το προσφέρει. Η γυναίκα ανασηκώθηκε…  μα όχι, μου έσφιξε το χέρι πιο δυνατά, ακούμπησε τα ξερά χείλη της και μετά πίεσε το μέτωπο της με δύναμη στην ανάστροφη της παλάμης. Τότε σήκωσα τα βλέμμα μου και είδα την κοπέλα που γύρευα, να με κοιτά ανέκφραστα.

Ξαφνικά το φράγμα εντός μου βυθίστηκε και το ποτάμι μου ξεχύθηκε καυτό. Έπεσα στα γόνατα, σαν δένδρο, δίπλα στην μαυριδερή  μητέρα. Το μόνο που έβγαινε από μέσα μου ήταν: συγγνώμη, συγγνώμη, και συνέχεια συγγνώμη…

Όταν συνήλθα λίγο μετά και σηκώθηκα η Ελεονόρα είχε εξαφανιστεί. Όταν ρώτησα στα ιατρεία μου είπαν, ότι είχε να φανεί τρεις μέρες. Κανένας δεν ήξερε να μου πει κάτι για αυτή.  

 

Το Κρύο

Σαβ. 18/2/2023 

Εδώ και τρεις μέρες κάνει κρύο. Τη νύχτα, πέφτει παγωνιά, όσοι εξακολουθούμε να κοιμόμαστε έξω σηκωνόμαστε και χοροπηδάμε πάνω κάτω για να μην παγώσουμε.  Δεν χρειάζεται να κρεμαστώ. Δεν χρειάζεται καν να ανηφορήσω προς το βράχο της Πνύκας για να με γαζώσουν οι όποιοι ένοπλοι έχουν αυτό το μήνα οχυρωθεί στην ανασκαμμένη από της οβίδες Ακρόπολη των Αθηνών. Μπορώ να ξαπλώσω κατάχαμα με το πουκάμισο μου και με το πρόσωπο προς τα αστέρια και να αφήσω το κρύο να κάνει τη ήσυχα και μεθοδικά τη δουλειά του. Θα με βρουν την άλλη μέρα το πρωί ή ίσως την επόμενη, ξυλιασμένο.

Τώρα νοιώθω ήσυχος. Είμαι καθαρός. Για να γίνω πιο ακριβής, νοιώθω διαυγής. Τι μου προξένησε αυτή την αλλαγή; Το κρύο ίσως. Κάτι μαγικό που  έγινε τις τελευταίες μέρες; Δεν έχω απάντηση, δεν ξέρω και  δεν με ενδιαφέρει πλέον ιδιαίτερα.

Σκέπτομαι αν πραγματικά υπήρξαν αυτές οι μέρες, ο Αναρχικός με τη λίγο κλισέ ανάλυση  πάνω στο φόβο. Λες και χρειάζονταν εξηγήσεις όλα αυτά που ήδη γνωρίζω.  Όμως είχα ανάγκη να τα ακούσω, έτσι όπως ειπώθηκαν. Το αθόρυβο κορίτσι με το πορτοκάλι  και η λυτρωτική κατάρρευση μου στο Μοσχάτο; Δεν την ξαναείδα, δεν θέλησα να την αναζητήσω…   Ή μήπως από την εξάντληση, την πείνα και το φόβο είχα μια παραισθητική  εμπειρία;

Δεν περιμένω να ξυπνήσω από αυτό τον εφιάλτη όπως οι περισσότεροι νεκροζώντανοι γύρω μου.

Σουρουπώνει  και το κρύο δυναμώνει, βλέπω να σβήνουν σίγα σιγά  η Ακρόπολη, το Θησείο και στο βάθος ο καμένος γυμνός Λυκαβηττός.

Αφήνω το ημερολόγιο μου, εδώ στη γωνία μου στο Πάρκο, ίσως κάποιος να το βρει και να το πάρει. Εγώ φεύγω από εδώ. Ο μόνος δρόμος είναι προς τη θάλασσα, οι δρόμοι που οδηγούν έξω από το λεκανοπέδιο είναι επικίνδυνοι για έναν μοναχικό σαν και μένα που δεν ανήκει σε συμμορία η παράταξη … μόνο η θάλασσα μένει.

Δεν έχω υπάρχοντα και λίγα λεφτά, ίσα ίσα για ένα ναύλο με καΐκι σε κάποιο νησί του Αρχιπελάγους, η τελοσπάντων όποιο πλοίο με πάρει για οπουδήποτε…

Σίγουρα θα περισσέψει ένα ελάχιστο ποσό για να πάρω ένα νέο τετράδιο, να αρχίσω να γράφω από την αρχή.

 

13NOV2013 sonikekala