ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ

           Κοιτάς ίσια μπροστά σου καθώς βαδίζεις γρήγορα, σχεδόν τρέχεις στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, εχεις συνείδηση της εικόνας σου σαν σε καθρέπτη, είσαι πελιδνός, σχεδόν άσπρος, τα μάτια σου έχουν γίνει δυο μαύρες σχισμές, τα δάχτυλα σου τρέμουν το ενα ανεξάρτητα απο το άλλο, το κορδόνι του ενός παπουτσιού σου είναι λυτό και τα χείλη σου μια ίσα γραμμή.

Τώρα περπατάς πιο αργά, προσπαθείς να ελέγξεις τον εαυτό σου, είναι νύχτα, μπαίνεις στη περιοχή των ανθρώπων και των φώτων, απομακρύνεσαι απο το άλσος απο οπου βγήκες σαν μέσα απο σκοτεινό ποτάμι και δεν ξέρεις που ακριβώς πηγαίνεις, αφήνεις τα βήματα σου να σε οδηγούν, κοιτάς γύρω τους άλλους, θέλεις να βεβαιωθείς οτι ανήκεις ακόμα στο κόσμο των  ανθρώπων, τους κοιτάς με ζήλια, δεν είσαι ένας απ` αυτούς, δεν θα είσαι ποτέ ένας απ` αυτούς.

Τωρα βρίσκεσαι σε ενα σταθμό του Mετρο και χωρίς να το σκεφτείς ακολουθείς το ντυμένο κοπάδι και χώνεσαι κάτω απ` τη γη, βγαίνεις σε μια πλατφόρμα την ώρα που ανοίγουν οι πόρτες ενός συρμού, εχει κόσμο, είσαι όρθιος, σου κάνουν χώρο, κάνεις κι εσύ το ιδιο, ακολουθείς τους κανόνες του πλήθους τυφλά και είσαι ένας τυφλός που βλέπει τα μάτια του να κοιτούν σα μέσα απο περισκόπιο. Θέλεις οι εικόνες της πόλης και της ανθρώπινης μάζας να διώξουν τις εικόνες που αναβλύζουν απο μέσα σου, ριγείς όταν αυτές αναδύονται ανεξέλεγκτα... τα δέντρα, το πάρκο, ο αέρας να φυσάει μες τα πεύκα... τα δέντρα στη άκρη του πάρκου ξέρουν... μιλάνε στον αέρα.

Τωρα κάθεσαι, προσπαθείς να μαντέψεις τους επιβάτες του βαγονιού, ξέρεις οτι είναι παράλογο, είναι αδύνατον να ξέρουν, ποιος είσαι και απο που έρχεσαι, τι εχεις διαπράξει, ποιο είναι το σπίτι σου η το τηλέφωνο σου, τους κοιτάς... ο καθένας είναι βυθισμένος στο κόσμο του, στον εαυτό του, όμως τα βλέμματα τα αισθάνεσαι σαν προεκτάσεις των άλλων στο δικό σου κόσμο, τον πανικόβλητο, στέκονται για λίγο πάνω σου και  είναι αβάσταχτο το βάρος τους...

Ο κόσμος του υπόγειου σιδηρόδρομου σου ήταν άγνωστος και παντελώς αδιάφορος, ο συγχρωτισμός , τα σκουντήματα, τα μικρά ακούσια αγγίγματα, τα βλέμματα, σου ήταν ανυπόφορα και ήσουν πάντα περίκλειστος επιβάτης στη μόνωση το ΙΧ αυτοκινήτου, με τη μουσική σου και το hands-free, σιδερόφραχτος ελεύθερος των 10 χλμ. την ώρα.

Τωρα νοιώθεις οτι είναι το μονο μέρος που μπορεί να βρίσκεσαι, το μονο μέρος που μπορείς να κάθεσαι ήσυχα στη θέση σου και  να μην ουρλιάζεις...

Τα μάτια σου μαγνητίζονται απ` τα χέρια των άλλων... δεκάδες ζευγάρια που πανε και φεύγουν, τα παρατηρείς με μανια,πρόσωπα,ομιλίες σβήνουν απο μπροστά σου.

Τωρα είσαι στο κόσμο των χεριών που ταξιδεύουν προς κάπου για κάποιο λόγο, δίπλα σου κάθονται χέρια  ξασπρισμένα, μεσόκοπα και κακιασμενα,  απέναντι τους ενα βαρύ ανδρικό με χοντρά δάκτυλα, κόμπους κοκκινωπούς στις αρθρώσεις και ενα  δαχτυλίδι που θα μπορούσε να είναι σιδερογροθιά. Το βλέμμα σου τραβάνε, ευκίνητα λεπτά χέρια με δάκτυλα χορεύτριες,σαν μπαλαρίνες, τοσο μα τοσο αθωα και εκφραστικά, που σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα, κοιτάζεις με ένταση και συναντάς με το βλέμμα χέρια, περιποιημένα και  περιπαίχτηκα, χέρια υποκριτές, χέρια που μόλις πριν έχουν αγγίξει ενα παιδικό μάγουλο, πιο, κει ενα χέρι φτενό λυγίζει απο το βάρος μιας τσάντας και μιας αρρώστιας, δίπλα του δυο χέρια ντελικάτα και σιωπηλά χορτασμένα απο έρωτα και χάδια, και ξάφνου ανατριχιάζεις, βλεπεις στο βαθος χέρια αρπαχτικά, χέρια στραγγαλιστή, αποστρέφεις τη μάτια σου με ανατριχίλα και νοιώθεις τα δικά σου να τρέμουν, κοιτάζεις ξανά αυτά τα χέρια, τα δολοφονικά, σου φέρνουν το στομάχι άνω κάτω, σκέφτεσαι,< θα ξεράσω πάνω στον απέναντι>, σφίγγεσαι, προσπαθείς να δεις έξω, βλέπεις μόνο τα θαμπά  είδωλα στο τζαμί που τρέχει και ενα απο αυτά είσαι εσύ, αποστρέφεσαι απο αυτό το φριχτό είδωλο, κοιτάς προς τα κάτω, συναντάς τα δυο χέρια σου που κρατάνε σφιχτά τα γόνατα σου, οι κλειδώσεις ασπρισμένες απο τη λαβή, τα συγκρίνεις με τα αλλα τα επίφοβα και τρομερά, του στραγγιστή, που τωρα σκαλίζουν αδιάφορα τη μύτη του, όχι, λες, δεν είναι τα ίδια με τα δικά μου, εγώ δεν είμαι αυτός, πνίγεσαι, πετάγεσαι πάνω, οι πόρτες άνοιξαν και βγαίνεις...

Ανεβαίνεις κυλιομενες σκαλες και προσπαθείς να μην κοιτάς τα χέρια, μη τυχόν και αναγνωρίσεις αλλα φονικά, βαδίζεις και σε ενα φαστφουντάδικο μπαίνεις και κατευθύνεσαι αμέσως στο WC και ξαλαφρώνεις, νοιώθεις τις σωματικές σου λειτουργίες τοσο άμεσες  και κοντινές, είναι το μονο αθώο, ζωικό πράγμα που δεν είναι ένοχο για τίποτα και μετά λες, πουθενά δεν υπάρχει αθωότητα, πουθενά ησυχία… βρισιές απο μαρκαδόρους σε χλευάζουν στους τοίχους.

Θυμάσαι το βράδυ, τη μεθυσμένη παρέα στο μπαρ, πως με το κεφάλι σαν μέσα σε σύννεφο μπήκες στο WC και είδες το τηλέφωνο προκλητικό χωρίς όνομα στο τοίχο, το ραντεβού που κλείστηκε αγχωμένα και εκείνο το πρόσωπο το νεανικό, τα χείλια τα μισάνοιχτα τα ηδονικά, το βλέμμα το σχεδόν χυδαίο, τα χέρια του ήταν λεπτά και αγοραία, ανοιξαν, το παντελόνι σου, αέρας βούιζε μες` απο τα πεύκα του άλσους, σκόρπιες μακρινές φωνές, ξεπετάγματα στα όρθια και στα σκοτεινά... ο αέρας βουίζει μέσα στα φαστουνταδικα τωρα, είσαι ακίνητος και κρατάς σαν ζυμάρι μαλακό το κομμάτι κρέας που κρέμεται ανάμεσα στα σκέλια σου, νοιώθεις τα χέρια του αγοριού πάνω σου και βλέπεις το μέλλον σου να έρχεται με ορμή καταπάνω σου, στοιχίζει 30 ευρο τοσο οσο ενα στα γρήγορα , ενα γαμήσι στα όρθια, ακουμπάς το κεφάλι του, τα χέρια σου σέρνονται και βρίσκουν το Μήλο του Αδάμ...

Ο αέρας φυσάει μανιασμενος πανω απο το πάρκο, ο αέρας φυσάει ουρλιάζοντας πάνω απο στέπες και σαβάνες, ο άνεμος είναι παντού μες` τα ουρητήρια, τα δάχτυλα σου είναι μπλάβα και πληγωμένα... τα δάχτυλα μου σκέφτεσαι, δεν είναι χέρια καθημερινά όπως όλων των άλλων...

Βγαίνεις και βαδίζεις με τα χέρια στις τσέπες και ξέρεις πως ποτέ δεν θα τα απλώσεις σε μια χειρονομία, δεν ανήκεις τωρα στο κόσμο των ανθρώπων και των φωτεινών επιγραφών, με τα χέρια στις τσέπες θα περπατάς για πάντα.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΓΙΑΝΟΣ {Κ.Β.ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ}    JAN2008