ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΦΤΑΝΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ…

Τα καλοκαίρια όταν σουρούπωνε μαζί με τη μαμά αγναντεύαμε με τις ώρες το πέλαγο. Εκείνη  νόμιζε ότι έτσι ερχότανε πιο κοντά στο μπαμπά, που θαλασσοδερνότανε. Εγώ χάζευα τις βαρκούλες και σκεφτόμουνα ότι είναι δεμένες τόσο  γερά που δεν ξεφεύγει καμιά τους, όσο κι αν φυσάει. Συχνά βαριόμουνα και στριφογύριζα γύρω από τη φούστα της, νοιώθοντας μια ευχάριστη ζαλάδα. Πως μου άρεσε ν’ ακούω τη γλυκειά σα ζαχαρόνερο, καθησυχαστική φωνή της «Έλα σταμάτα τώρα, θα ζαλιστείς…». Μα πιο πολύ μου άρεσε η ασφάλεια που ένοιωθα, σα κρατιόμουνα από την άκρη της φούστας της, να μη πέσω. Και δώστου γύρω-γύρω. Όταν σήκωνε μπωφόρια, την έσφιγγα έτσι όπως σκέπαζε τα μάτια μου φουσκωμένη από τον αέρα. Δεν  κουνιόμουνα ρούπι μη πέσω στη θάλασσα. Η μάνα μου, στητό κατάρτι και πυξίδα. Η φούστα της, πανί που ορτσάρει χωρίς σκαρί σε μέρη που «μελαχρινές γυναίκες με μάτια πλάνα και κρίκους στα αυτιά μαγεύουν τους ναυτικούς μας…», όπως έλεγε, «…τους αλυσοδένουν με τα φιδίσια κορμιά τους και τα τσαλίμια τους και τούς κρατάνε μακριά στα ξένα…»

Η μαμά παραπονιόταν συνέχεια γιατί ο μπαμπάς δεν ήταν κοντά μας και είχε κάνει εμένα  «υπαρχηγό». Εκείνη ήταν ο αρχηγός. Ο μπαμπάς, αχνή φιγούρα, ζωντάνευε ανάμεσα στα λογιών-λογιών αντικείμενα, που είχε φέρει από τα μακρινά του ταξίδια. Μια αραπίνα γονατιστή, με τη ζούγκλα χορταρένια φούστα να κρέμεται στη μέση της, δίπλα στην πολυθρόνα του σαλονιού, πρόθυμη να μαζέψει τις στάχτες από τα τσιγάρα των επισκεπτών. Μια λάμπα σα βάζο, πάνω στο κομοδίνο μου, γεμάτη με χρυσόσκονη που κολυμπούσε νωχελικά σ’ ένα μελένιο διάφανο πηχτό υγρό, κεχριμπάρι που λαμπύριζε, για να ημερεύει τις τρομαγμένες νύχτες μου. Λίγα δολάρια αμερικάνικα κρυμμένα σε ένα κουτί, μέσα σ’  ένα φάκελο «Για να μη σου λείψει τίποτα».

Ονειρευόμουνα τα μέρη που είχε πάει ο μπαμπάς. Φανταζόμουνα ζούγκλες, κροκόδειλους, σαβάνες, άγρια ζώα, λιμάνια πάνω στα ποτάμια, φαναράκια στην Κίνα σε κακόφημους δρόμους, οριζώνες, δυνατούς μαύρους να κουβαλάνε κιβώτια με καφέ στις φυτείες. «Tι τυχερός!» έλεγα. Η μαμά μίλαγε όλο για πειρατές. «Τα άτυχος!», έλεγε εκείνη. Με τρόμαζαν τα ρεσάλτα τους. Μήπως είναι καλύτερα να μένω με τη μαμά;

Η θάλασσα στα όνειρά μου ήταν γαλήνια, απέραντη. Από μακριά μου ‘κλειναν το μάτι πότε το μπλε της θάλασσας, πότε η πορτοκαλόχρωμη ανατολή και πότε το μαβί δειλινό. Λέξεις όπως φουρτούνα, αγριεμένα κύματα, λυσσομανάω υπήρχαν μόνο στο λεξικό και δεν με αφορούσαν. Μια βαρκούλα μόνο ήθελα, να ξανοίγομαι για ψάρεμα. Να τη δένω στο λιμάνι και να  ντανιάζω τα δίχτυα στο ντόκο επιστρέφοντας..EIKONA AΠΟ...facebook.com

 

Η βάρκα μου τροφοδοτούσε όλες τις ταβέρνες της περιοχής. Εκείνο το καλοκαίρι είχαν μαζευτεί τόσοι πολλοί τουρίστες στο νησί που δεν τους προφταίναμε. Ο Σιδερής, ο γερο-ταβερνιάρης, που μέχρι τώρα τα έβγαζε πέρα στην ταβέρνα με τη γυναίκα του στην κουζίνα και το γιό του στο σερβίρισμα, είχε πάρει για λαντζέρα μια μαυρούλα, που δεν μιλούσε γρι ελληνικά. Μόνο το όνομά της ήξερε να πει. Sugar. Πως είχε βρεθεί στα μέρη μας κανείς δεν ήξερε. «Μη με ρωτάτε, ψυχικό έκανα»,  έλεγε ο Σιδερής.

Mια μέρα που η γυναίκα του έλειπε στον Πειραιά, με παρακάλεσε νάρθει στη βάρκα η Su, όπως τη φώναζε. Να καθαρίζει τα ψάρια μόλις τα έπιανα, για να προφτάσει μόλις επιστρέψουμε και τις άλλες δουλειές στην ταβέρνα. Δεν είχα αντίρρηση.

 

Ο καιρός ήταν καλός. Την έβαλα στη βάρκα και ανοιχτήκαμε. Λαδιά η θάλασσα, η βάρκα  αρμένιζε στα γνωστά. Η Su περίμενε την πρώτη ψαριά με τα χέρια ανάστροφα στην ποδιά της. Μου θύμισε την αραπίνα στο σαλόνι μας που δεχότανε υπομονετικά τις στάχτες από τα τσιγάρα. Όταν άδειασα τα δίχτυα, άρχισε να καθαρίζει τα ψάρια, χωρίς να σταματήσει λεπτό, μέχρι που γυρίσαμε.       

Την άλλη μέρα το πήγαινε για μπουρίνι. Δεν ήθελα να βγω αλλά ο Σιδερής επέμενε, «Τι θα τους ταΐσω όλους αυτούς; Eσύ που κάθε μέρα οργώνεις τη θάλασσα, φοβάσαι ένα μπουρίνι;».

 «Εσύ φοβάσαι ένα  μπουρίνι;» Τα λόγια του Σιδερή με είχαν πετύχει διάνα. Στα όνειρα μου είχα περιπλανηθεί σε τόσες ηπείρους και νικούσα όποιον μ’ έβγαζε από τη ρότα μου. Τα όνειρά μου όμως δεν είχαν ούτε δράκους, ούτε φουρτούνες.

 

Η θάλασσα ήταν κάλμα. Η Su έβγαλε τα χέρια της έξω από τη βάρκα και τα βούτηξε στη θάλασσα. Το σώμα της λικνιζόταν απαλά κι εγώ τη φανταζόμουνα ξαπλωμένη σε μια πρωτόγονη σχεδία να αυλακώνει με τα χέρια της τον Αμαζόνιο. Μετά την πρώτη καλάδα ο καιρός άρχισε να φρεσκάρει. Τα σύννεφα κυνηγιόντουσαν. Απότομες ριπές ανέμου με χαστούκιζαν. Σηκώθηκε κύμα. Έχασα την ισορροπία μου καθώς μάζευα τα δίχτυα. Πως γυάλιζε το μαχαίρι και τα λέπια των ψαριών… Φοβήθηκα;

Το κύμα αγρίεψε. Η Su συνέχιζε σιωπηλή τη δουλειά της, όταν άρχισαν τα σκαμπανεβάσματα. Κιχ, δεν έβγαζε. Φοβόταν; Οι κέφαλοι σπαρταρούσαν στα χέρια της. Της ξέφευγαν μέσα στη βάρκα. Προσπαθούσα με δυσκολία να ισορροπήσω ανάμεσα στα ψάρια. Γλίστρησα κι έπεσα πάνω της. Έμεινα εκεί να μυρίζω το κορμί της. Μια μυρωδιά αρμύρας, σαβάνας και ηδονής. Τα κύματα με τραβούσαν στην αγκαλιά τους. Σφίχτηκα πάνω της. Δεν θέλω να την αφήσω. Τα κορμιά μας κυλούσαν πότε δεξιά, πότε αριστερά, ακολουθώντας το ρυθμό των κυμάτων. Δεν μ’ ένοιαζε να σηκωθώ, να φέρω τη βάρκα στα ίσα της. Άφηνα τα κύματα να παίζουν κρυφτό μαζί μας και να μας κουκουλώνουν. Η λαγουδέρα πήγαινε πέρα-δώθε σαν τρελή, χωρίς να ξέρει που να σταματήσει. Η βάρκα έγερνε επικίνδυνα. Η πορεία της δεν ήταν πια ευθεία. Είχε ξεφύγει. Την άφησα ακυβέρνητη και χάθηκα. Βρέθηκα ξαφνικά στο νότιο ημισφαίριο.

 

Με ξαφνιάζει ο εαυτός μου που θέλει να  φτάσει στις εκβολές  του ανεξερεύνητου, που  ανεβοκατεβαίνει με ορμή στο σώμα της Su χωρίς πυξίδα.

Με τρομάζει η απερισκεψία μου. Ζαλισμένος από την ανταριασμένη θάλασσα, δεν με νοιάζει αν θα μπατάρουμε. Δεν θέλω να φύγω από αυτή τη σπηλιά που απαγκιάζω, να ξαναβγώ στη στεριά. Εγώ που φοβόμουνα τους πειρατές, τώρα θέλω να γίνω ένας από αυτούς. Να κουρσέψω όλη τη θάλασσα για χάρη της. Να πετάξω από τα χέρια της τα ασημένια ψάρια και να τα γεμίσω χρυσά δαχτυλίδια. Να κλείσω το μάτι στο μπουρίνι. Να δω μέχρι που φτάνει η θάλασσα…  

LOU GOLFINOU

OCT2013