ΑΣΤΟΧΑ

 

Μυρίζει θλιβερά άνοιξη από προχθές. Αέρας που μπαίνει από τα ρουθούνια, καταβαίνει μέχρι τις γάμπες του. Αισθάνεται την άνοιξη, εποχή των χυμών, να μπαίνει με σαρκασμό μέσα του.

Έχει ένα αίσθημα θλίψης διάχυτης και βαριάς, κάτι βελόνες τον πληγώνουν εσωτερικά. Είναι αυτό το κάτι που του τρώει τα σωθικά και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για αυτό. Έτσι νομίζει.  Έχει συνέχεια αυτή την αίσθηση αγωνίας, πάει, λέει, να εκφραστεί και δεν βγαίνει τίποτα, μάλλον βγαίνει το τίποτα. Μετά όλα εξαχνωνονται και γίνονται ασαφή.

Μπροστά της αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ανεπαρκή και ρευστό, τρομαγμένο  και αμφίσημο. Μετέωρο.

 Μαζί ξεχύνονται όλα τα κρίσιμα ερωτήματα που πιεστικά και εύστοχα εκείνη του έθεσε. Η απάντηση του? Πρηνηδόν σαν φαντάρος σε πεδίο, τα  αισθήματα ανάλογα...  

Θα ήταν βαρύγδουπο όσο και κοινότυπο να έλεγε πως  περνά κρίση. Συμβαίνει όμως όταν κάποιος - όπως χθες αυτή -  τον ταρακουνήσει τη μέρα, τοτε τη νύχτα να ορθώνεται πελώριος πάνω από το κρεβάτι του.  Φωνάζει μες το όνειρο και σαν πληγωμένο ζώο, σαν αδέσποτο σκυλί γλύφει τις κακοφορμισμένες του πληγές. Προσπαθεί να δικαιολογηθεί, ορνιθοσκαλίζοντας. Όλα τα στερεότυπα  αναβλύζουν από μέσα του, οι βαθυστόχαστες γνώμες και εκτιμήσεις των καταστάσεων…  Γνώριμη κατάσταση, της αγχωμένης σπουδαιοφάνειας, του πανικού μην πέσει στην εκτίμηση των άλλων,  και στην δική του την ήδη πολύ ταλαιπωρημένη.

Τι έγινε?  Τι πληροφορίες έχει, τι κόστος θα πληρώσει μετά την επίσκεψη της?

Βλέπει, έχει την εικόνα του εαυτού μπροστά του. Το πρόσωπο του όμως δεν το αναγνωρίζει, όσο και αν στέκεται μπροστά στον καθρέφτη  του διαφεύγουν οι  γραμμές και οι καμπυλότητες  του. Ένα κοινό πρόσωπο, το δικό του! Δεν μπορεί να το φανταστεί να μιλά, να γελά, δεν μεταδίδει τις σωστές πληροφορίες. Δεν ξέρει πως φαίνεται, πως είναι όταν παίρνει την βαθυστόχαστη  και μελαγχολική έκφραση, αυτή που πρέπει να ξεσηκώσει, συμπάθεια, οίκτο, περιέργεια,  φροντίδα. Πως είναι όταν μιλά με ζέση, πως όταν  ντρέπεται, όταν αποστρέφει το πρόσωπο με κατάπληξη, τρόμο και άφωνη παραίτηση;

 

Τι έχει λοιπόν να προσάψει στον εαυτό του και τι σε αυτήν?  Το παράπονο και η απορία της  του έχει γυρίσει το μυαλό, λέει. Δεν μπορεί να δεχτεί, δεν δέχεται να πάρει  από αυτήν, όχι έτσι όπως είναι, με τους δικούς της όρους,  με ότι ποθεί και  με το προσωπικό τρόπο της.

Δεν κάνει το κλικ, όχι από περηφάνια και υποτίμηση, αλλά από καθαρή ανεπάρκεια. Δεν μπορεί. Είναι απλά αξεπέραστο, να λυθεί μπρος σ' αυτή, να φύγει από την θέση του θεατή. Είναι απροσπέλαστος ακόμα και όταν είναι αυτός που φτιάχνει την ιστορία και μοιράζει τα χαρτιά, το κάνει τόσο κακά και με άγχος που μόνο η καλή θέληση, η προσήνεια η ο πόθος της  τον σώζει. Σωσμένος βέβαια δεν είναι, απλά αναπνέει, ρουφά λίγο από τον ζωογόνο και βροντερό αέρα της ανδρικής ματαιοδοξίας για να πάει να σκαλώσει σαν μπαλόνι που το παρασέρνει ο αέρας στο επόμενο εμπόδιο. Και έτσι εν κατακλείδι λειτουργεί, σαν να είναι εμπόδια που πρέπει να ξεπεράσει και πρέπει να καταβάλει ... Χάνονται απο μπροστά του, σιγά σιγά η γυναικεία και ανθρώπινη υπόσταση, όλα πλέον γίνονται ασκήσεις, διαρκείς κανονιοβολισμοί, άτακτες υποχωρήσεις, φυγές ταπεινωτικές, ανταλλαγές πυρών με στόχο την πρόκληση εκατέρωθεν ενοχών, διερευνητικές εντολές και στο τέλος επισφαλείς και ξέπνοες ανακωχές.

«Άστοχα!» Έτσι ρίχτηκε η πρώτη κανονιά, έτσι είπε αυτή, αν κατάλαβε σωστά,  έτσι το πήρε και το εγκολπώθηκε.

Άστοχα, είπε. Άδειασε ένα μπουκάλι καλό κόκκινο κρασί και άστοχα το δείπνο, άστοχα το φως το κεριού, το μαντήλι στη μοκέτα, το βάψιμο και το κραγιόν μπροστά του, να τη κοιτάζει βουβός, τα τσιγάρα και τα γέλια.

 Αστόχησα,  είπε, σκέφτηκε από μέσα του.  

 

ΑΝΟΙΞΗ 2000?

SoniKeKala