Σύννεφα σαν αίμα

2022-01-12 20:09

    Έπρεπε να το κάνει, τώρα που είχε την πλάτη γυρισμένη και έλαμνε αφοσιωμένος στον ρυθμό του κουπιού, σκεφτόνταν ο Γιωργής. Την απόφαση την είχε πάρει, το κουράγιο έπρεπε να βρει και να μην λαθέψει. Αν κάτι πήγαινε στραβά, όλα θα τελείωναν. Τελεία και παύλα που λένε!

    Ψυχή δεν φαινόνταν, ο Πειραιάς αλάργα, τη Σουβάλα την έκρυβε η βραχονησίδα.

    Έσκυψε, το χέρι του πασπάτεψε το καλαπόδι με το μολύβι μες στη διπλωμένη νιτσεράδα κάτω από τον πάγκο. Πήρε βαθιά ανάσα. Δυο γερές μ` αυτό, στο πίσω μέρος του κρανίου, να πέσει αναίσθητος και μετά φούντο στο νερό. Αν συνέρχονταν θα τον χτυπούσε με το κουπί, ύστερα η θάλασσα θα αποτέλειωνε το έγκλημα. Μετά θα βούλιαζε τη βάρκα και θα κολυμπούσε μέχρι να έβρισκε βοήθεια. Ατύχημα στη ξέρα θα έλεγε. Σαν σε ταινία του σινεμά έπαιζε τη σκηνή στο νου του, το στόμα του είχε ξεραθεί. Πέταξε στη θάλασσα το αποτσίγαρο και νόμισε πως η καύτρα τσίριξε σα μικρό ζώο με το που έπεσε στο νερό.

***

     Στη νότια πλευρά της Λαγούσας, το βάθος  φτάνει τις 40 με 50 οργιές. Καλός ψαρότοπος. Ο μακαρίτης ο γέρος έρχονταν και άπλωνε δίχτυ και πιο πέρα κοντά στο Λαγουσάκι ή το Γάιδαρο πόντιζε τους κιούρτους. Τώρα έρχονται αυτοί με το ίδιο βαρκάκι συχνά πυκνά.

     Φεύγανε αχάραγα απ’ το Τουρκολίμανο, γύριζαν βράδυ ή και νύχτα, και άμα η ψαριά ήταν γερή, κρατάγανε ό,τι θέλαν για το σπίτι και ξεπουλούσαν τα υπόλοιπα στου Λιάκου ή στις ταβέρνες. Έξτρα μεροκάματο.

    Ο μεγάλος αδελφός, ο Σωτήρης στη τιμονιέρα, αυτός στο πανί, συνήθως, ή όταν είχε μπουνάτσα στο κουπί.

    Σήμερα, στην επιστροφή, το δείλι έπιασε άπνοια. Κάτι σύννεφα σαν αίμα κρέμονταν από πάνω ακούνητα, σα να τα κάρφωσαν οι ακτίνες του ήλιου που έδυε.

    Ο Σωτήρης ίδρωνε στο κουπί αυτή τη φορά. Ο Γιωργής κοίταζε το σβέρκο, τις φαρδιές πλάτες, τον μετρούσε για απειροστή φορά.

    Ο αδελφός του ήταν βαρύς τύπος, κρεατωμένος, λίγο πλαδαρός μα χειροδύναμος. Εκείνος το ακριβώς αντίθετο, λιπόσαρκος, νευρώδης, αψύς σαν στιλέτο, με μάτι κάρβουνο. Αν δεν τους ήξερες, δεν θα τους έλεγες με τίποτα αδελφούς

    Δούλευαν το τσαγκάρικο, στα Καμίνια, από τότε που ο γέρος πέθανε απ’ τα πνευμόνια του. Καλά τα πηγαίνανε, παρά τη φτώχια και τη προσφυγιά ένα γύρο.

     Μέχρι που μπήκε στη ζωή τους η Αρραβωνιαστικιά. Αρχικά μπήκε στη ζωή του μεγάλου αδελφού. Τον χτύπησε έρωτας σα κεραυνός. Αυτή, προσφυγόπουλα απ’ τα Βουρλά, με μάτι ανατολίτικο, τσαχπίνικο, μαύρο. Ήταν στην ηλικία του Σωτήρη, δεν θα την έλεγες μικρή. Στην αρχή, ο Γιωργής δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί για τον αδελφό του που είχε ζωντανέψει, είχε γίνει άλλος άνθρωπος ή να ανησυχήσει μη τον είχε τυλίξει μια τσαπερδόνα που θα τον έκανε ό`τι ήθελε.

    Όμως κι αυτόν τον έκαψε φωτιά και κάηκε το μέσα του, με το που μπήκε σπίτι τους. Έγινε ο αρραβώνας, τη σπίτωσε και πήγαινε ντουγρού για το γάμο ο Σωτήρης. Σιγόβραζε το πάθος του μικρού αδελφού, που ξύπνησε βουερό μέσα του, τον ράγιζε η ζήλια όσο πλησίαζε ο γάμος.

    Ένα πρωί την βρήκε μπρος στο καθρέφτη να έχει φουρκέτες στο στόμα και τα μαλλιά μαζεμένα πάνω, προσπαθούσε να τα στερεώσει σε ένα μεγάλο κότσο. Μια φουρκέτα της έπεσε, αυτός τη σήκωσε και στάθηκε πίσω της. Η κοπέλα έμεινε σαν άγαλμα και τον κοίταζε μέσα από τον καθρέφτη. Την πλησίασε κι άλλο, άρχισε να τραβά τις φουρκέτες μια μια. Ένας μαύρος, μεταξένιος χείμαρρος τον έλουσε και αυτός βυθίστηκε μέσα του.

    Έκαναν έρωτα κρυφά στο πίσω μέρος του τσαγκάρικου την ώρα που έπαιρνε τη σιέστα του ο Σωτήρης.

     Δεν υπάρχει διαφυγή σκεφτόνταν και τσουρουφλίζονταν η ψυχή του, μέχρι που πήρε την απόφαση και κουβάλησε το καλαπόδι στη βάρκα.

 

***

    Είδε τον Σωτήρη να σταματά το κουπί.

    «Ρε μικρέ, τι είναι αυτό;», ρώτησε.

    «Ποιο;»

    «Εκεί στο βάθος δεξιά, ένα μαύρο σα καπνός».

    «Α, ναι το βλέπω. Θα είναι οι τσιμινιέρες του Πατρίς, που πάει το κόσμο στην Αμερική. Σίγουρα… », είπε βραχνά, ενώ έπιανε το καλαπόδι.

    «Ναι, ρε μάγκα έχεις δίκιο, το Πατρίς, το υπερωκεάνιο θα είναι. Το έχω δει αραγμένο κάτω στο λιμάνι, ένα θεριό είναι αδελφάκι μου», και σηκώθηκε, η βάρκα παλαντσάρισε. «Άντε ρε, έσκασα, τράβα να ξεϊδρώσω και μετά αλλάζουμε, γαμώ τη κάλμα απόψε».

     Άφησε το καλαπόδι, έκανε χώρο να κάτσει ο άλλος και έπιασε αμίλητος να τραβά κουπί.-  

 

Κ.Β. 17.12.2021