Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κ. ΑΠΑΚΙΑΝ

2020-09-17 16:20

www.museodelprado.es/GOYA/dream-of-some-men-who-were-eating-us/

Ο καθηγητής κ. Απακιάν κάθε φορά που τον αφήνουν απ’ το τρελοκομείο έρχεται, κάθε Τρίτη και Παρασκευή στον Μπαρμπαδήμο να φάει. Κάθε Τρίτη, το εστιατόριο ο Μπαρμπαδήμος, φτιάχνει ρεβυθάδα φούρνου και τις Παρασκευές, λαχανοντολμάδες (το χειμώνα) ή ντολμάδες (το καλοκαίρι) με αυγολέμονο. Σήμερα είναι Παρασκευή και τον βλέπουμε να μπαίνει στητός, αλύγιστος με εκείνο το ασταθές βήμα που μοιάζει με το βάδισμα του κ. Υλώ στις ταινίες του Ζακ Τατί. Όπως ο κ. Υλώ είναι μακρόστενος, ξερακιανός, λιπόσαρκος. Μόνο που είναι γκρίζος. Ναι, δεν μπορούμε να τον προσδιορίσουμε κάπως αλλιώς, παρά ως γκρίζο και νομίζουμε- συμφωνούμε σ’ αυτό – πως κάθε φορά που βγαίνει ο καθηγητής κ. Απακιάν, είτε από το Δαφνί είτε από το Δρομοκάιτειο είναι όλο και πιο γκρίζος. Όλα τα άλλα πάνω του παραμένουν ίδια και απαράλλακτα.

Διστάζει, κόβει ταχύτητα και στη μέση της μεγάλης σάλας του εστιατόριου, κοντοστέκεται. Φυσικά μας έχει δει. Καθόμαστε πάντα στο ίδιο στρογγυλό τραπέζι, στη γαλαρία, με την άκρη του βλέμματος του, πιάνει το νεύμα που ένας από μας κάνει, να τον προσκαλέσει στο τραπέζι μας. Έρχεται διστακτικός, γέρνοντας ελαφρώς προς το μέρος μας, θα έλεγε κάποιος, ότι ετοιμάζεται να κάνει μια μικρή υπόκλιση, ίσως μάλιστα τον πρώτο καιρό, όταν μας πρωτογνώρισε, ναι, τότε μπορεί όντως να υποκλίνονταν με μια ελαφρά κάμψη του κορμού. Όμως τώρα η υπόκλιση του έχει εξαφανιστεί πια ή απορροφηθεί από μια ενιαία κίνηση σε ροή. Από τη στιγμή που μας αναγνωρίζει, τον προσκαλούμε, μας χαιρετίζει, έρχεται  στην ίδια πάντα καρέκλα, και κάθεται. Εμείς καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, στις ίδιες θέσεις, εδώ και πολύ καιρό, κανένας μας δεν θυμάται πια πόσον. 

Μιλάμε μεταξύ μας με εγκαρδιότητα, αλλα όχι υπερβολική, περιμένοντας το γκαρσόνι να πάρει την παραγγελία μας, με εκείνη την βεβαιότητα ότι θα εξακολουθήσουμε να βρισκόμαστε εδώ για πολλά χρόνια, για πολλά μεσημέρια. Μιλάμε για ασήμαντα ή σημαντικά πράγματα όπως ο καιρός, για το τι θα φάμε (εν συντομία όμως, γιατί όλοι ξέρουμε το μενού της ημέρας απ’ έξω), για την κίνηση έξω στον κεντρικό δρόμο, για θέματα όπως η ακρίβεια, οι βλάβες στα κινητά ή τα κοινόχρηστα στην πολυκατοικία. Αποφεύγουμε τα πολιτικά. Όχι, τα πολιτικά μόλις ξεδιπλωθούν πάνω στο τραπέζι, αφού ανταλλάξουμε τις προβλέψιμες κοινοτυπίες, τα χώνουμε κάτω από το τραπέζι. Καμιά φορά λέμε κάτι για τον Ολυμπιακό, ή την ΑΕΚ, το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ, αλλά όλο και πιο ανόρεκτα ανταλλάσουμε κουβέντες για αθλητικά.

Ο καθηγητής κ. Απακιάν μιλά πάντα λίγο, ακούει ευγενικά, με προσήλωση ακόμα και τα ασημαντότερα. Εκφέρει μια σύντομη, εμπεριστατωμένη γνώμη, με την ελαφρώς μπάσα και κάπως βραχνιασμένη φωνή του, που παρ’ όλη την χαμηλή συχνότητα της, την ακούμε ευκρινέστατα μες’ τη βαβούρα της σάλας του Μπαρμπαδήμου.  Είναι φοβερά σοβαρός, έτσι στητός, ψιλόλιγνος, άκαμπτος και γκρίζος. Αλλά αυτό είναι μια οφθαλμαπάτη. Γιατί μόλις ο κ. Απακιάν χαμογελάσει, γίνεται ένας εξαιρετικά συμπαθητικός μεσήλικας, ένα προσηνής ευχάριστος, ναι, καλόκαρδα ευχάριστος άνθρωπος – έτσι έχουμε συμφωνήσει μεταξύ μας.  Και παρ’ όλες τις διάφορες αναποδιές που όλοι αντιμετωπίζουμε, άλλοτε με καρτερία, αλλά τις περισσότερες φορές με επώδυνη αδιαφορία ή εξ’ ίσου επώδυνη αγωνία, η παρουσία ανάμεσα μας, του αδέξιου, πάντα σοβαρού και συνοφρυωμένου άνδρα, αλλα μετά από λίγο χαμογελαστού, με ευγενή φωτεινότητα, του γκρίζου, όπως έχουμε συμφωνήσει, αλλά με την “γκριζοπότητα” του, να διαλύεται, με δειλή, αλλά συγχρόνως ανεμπόδιστη χάρη, μας έχει γίνει αναγκαία. Πράγματι κάθε Τρίτη και Παρασκευή  ερχόμαστε σαν συνεννοημένοι, χωρίς όμως να είμαστε, την ώρα λίγο πριν κάνει την εμφάνιση του ο καθηγητής κ. Απακιάν.

Μπορούμε να πούμε ότι πέρα από την δύναμη της συνήθειας, δεν υπάρχει άλλος λόγος να ερχόμαστε στου Μπαρμπαδήμου ανελλιπώς την ιδία ημέρα και ώρα. Και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός, πως όταν αυτός είναι κλεισμένος στο Δαφνί ή όπου αλλού, η παρέα μας ατονεί, δεν ερχόμαστε παρά σποραδικά στον Μπαρμπαδήμο, του οποίου έχουμε βαρεθεί, έχουμε μπουχτίσει τα λαδερά, που βέβαια είναι καλά, αλλα έχουμε φάει και αλλού καλύτερα. Έχουμε βαρεθεί να λέμε πόσο τυχεροί είμαστε  που έχουμε κοντά μας, το ζυθεστιατόριον ο Μπαρμπαδήμος με τις “μεριδάρες” και το μπόλικο ψωμί, να βλέπουμε τις ίδιες φάτσες, να γερνούν με τον καιρό μαζί μας... 

Όντας εμείς από τους παλιότερους θαμώνες του ζύθο-εστιατορίου ο Μπαρμπαδήμος, έχουμε αποκτήσει αυτή την κάπως υπεροπτική στάση του αρχαιοτέρου στην ιεραρχία δημοσίου υπαλλήλου, που διαφυλάσσει το (υποτιθέμενο) προνόμιο της αρχαιότητας του με μια αυτονόητη βεβαιότητα. Υπάρχει μια δόση μετρημένης οικειότητας, εμφανής στη σχέση με το προσωπικό του εστιατορίου και την εξυπηρέτηση. Κάποιοι επίσης παλαιοί θαμώνες μας χαιρετούν όταν μπαίνουμε. Αυτό είναι όλο. Κι όμως κατά κάποιο τρόπο, ενώ είναι κάτι ασήμαντο, ταυτόχρονα δεν είναι. Μέσα στη σάλα όπου πηγαινοέρχονται προσωπικό, θαμώνες, διανομείς πακέτων φαγητού, είμαστε αναγνωρίσιμοι, μέρος μιας χορογραφίας ή ας πούμε χορογραφημένης παράστασης που παίζεται κάθε μεσημέρι.

Παρόλο που ο κ. Απακιάν είναι μέρος της παρέας μας δεν είναι το ίδιο με μας. Καθότι είμαστε αρχαιότεροι εδώ, και όντας μετανάστης και όχι ντόπιος όπως εμείς, η θέση του είναι κάπως διαφορετική, κάτι που ίδιος φαίνεται να αποδέχεται και πιθανόν να επιδιώκει.

Σήμερα ο καθηγητής κ. Απακιάν, αφού μας χαιρέτησε και ανταλλάξαμε τις συνήθεις τυπικές κουβέντες, παραγγέλλαμε το φαγητό μας και συμφωνήσαμε για τις σαλάτες που θα μοιραστούμε – μια πράσινη και μια βραστά λαχανικά – έκανε μια παρατήρηση που μας ξάφνιασε, λέγοντας πως, σήμερα φαινόμασταν κάπως σταχτιοί. Ότι σήμερα είχαμε μια ελαφρώς πιο σταχτιά απόχρωση από αυτήν που συνήθως έχουμε. Η δήλωση αυτή που έγινε ενώ σερβιριζόμασταν, δημιούργησε αμηχανία και για να είμαστε ειλικρινείς αισθανθήκαμε ότι ο καθηγητής κ. Απακιάν πέταξε μια βόμβα ή μια χειροβομβίδα στο τραπέζι, προξενώντας μας ένα είδος σοκ.

Κανένας από εμάς  δεν έχει δει ή φανταστεί κάποια «σταχτότητα» επάνω μας. Για πρώτη φορά κοιταχτήκαμε μεταξύ μας προσπαθώντας να ανακαλύψουμε κάποια σταχτιά απόχρωση, μια διάθεση στάχτης ή έστω ατελούς καύσης στα πρόσωπα μας ή στο τρόπο με τον οποίο τα σώματα μας κάθονταν και κρατούσαν το πιρούνι ή έκοβαν τις φέτες ψωμιού. Ουδέποτε έως τώρα είχαμε μια σταχτιά ποιότητα σε όλα αυτά που μας αφορούσαν ή μας προσδιόριζαν.

Αντιθέτως, είχαμε συχνά σχολιάσει, όχι χωρίς μια δόση αθώας χαιρεκακίας ή ελαφριάς ένοχης απόλαυσης, το διαρκές γκριζάρισμα του κ. καθηγητή, μετά την απόλυση του από το Δαφνί ή κάποιο παρόμοιο θεραπευτήριο. Όμως από αβρότητα, που τη ενέπνεε η γκριζωπή ευθραυστότητα του, δεν είχαμε πει τίποτα στον συνδαιτυμόνα μας.  Και τώρα που απεύθυνε αυτό το χαρακτηρισμό ή χρωματικό προσδιορισμό, πάνω από τα πιάτα της σαλάτας που μόλις είχαμε σερβιριστεί, πιάνοντας μας απροετοίμαστους και προτού συνέλθουμε από τον απροσδόκητο χαρακτηρισμό που θα επέφερε κάποια ανάλογη ανταπάντηση του τύπου, «κοίτα ποιός μιλάει», «δες τη φάτσα σου κ. καθηγητή», «είσαι πιο γκρίζος και από γκρίζο γαϊδούρι Αρμένη», ακριβώς με το τέλος της φράσης του περί σταχτότητας μας, έφτασαν σε δίσκο και ξεφορτώθηκαν μέσα σε αμήχανη σιωπή, λαχανοντολμάδες αυγολέμονο, κουνέλι στιφάδο, γίγαντες στο φούρνο κλπ.

Έτσι, τη στιγμή που ο καθηγητής κ. Απακιάν θα εισέπραττε μια πληρωμένη ανταπάντηση για την δική του γκριζοπότητα, σε αντίθεση με τη δική μας σταχτότητα, δεν είπαμε τίποτα και συνεχίσαμε να μην λέμε, μέχρι που ένας από μας σχολίασε, πως δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό του ως ιδιαιτέρως σταχτί, αλλα τώρα, που το άκουσε από τα χείλη του κ. Απακιάν, ναι, μπορεί να θυμηθεί ότι κάποια στιγμή είχε σκεφτεί τον εαυτό του να σταχτώνει, είχε δει μια δόση στάχτης να σκεπάζει τη ζωή του. Εδώ που τα λέμε, όλοι μας έχουμε αυτή την ιδιότητα εδώ μέσα, είπε και τη φωνή του, την χρωμάτιζε μια ζέση ασυνήθιστη στις έως σήμερα ομιλίες μας. Σκεφτήκαμε πως αυτός ήταν ο λόγος της αμηχανίας μας, μάλλον ναι, αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της αμηχανίας μας, μπροστά στα σερβιρισμένα πιάτα που μόλις είχαν σερβιριστεί, αλλα κανείς μας δεν τα είχε αγγίξει. Είχαμε μέσω μιας αμυδρής χαραμάδας δει να πέφτει πάνω μας η σταχτιά αχτίδα που ο κ. Καθηγητής είχε περιγράψει - μάλλον την είχαμε ήδη δει αλλα δεν την είχαμε προσέξει, αλλα και αν την είχαμε προσέξει, κάναμε πως δεν υπήρχε.

Ο καθηγητής κ. Απακιάν σερβιρίστηκε πρώτος μην έχοντας προσέξει την δική μας – σταχτιά πλέον – ακινησία. Τον παρατηρούσαμε ακόμα και όταν με μια δειλή, αβέβαιη κίνηση έκοψε ένα κομματάκι φέτα για να συνοδέψει το φαγητό του και ξαφνικά κοκάλωσε. Ο άνθρωπος θα πνίγονταν με τη πρώτη μπουκιά  στο στόμα αν δεν είχε κοκαλώσει τόσο ακαριαία, έντρομος.

Αμέσως νοιώσαμε διπλή αμηχανία γιατί καταλάβαμε, ότι κατάλαβε από τη στάση μας, ότι το σχόλιο του μας προκατέβαλε, πιθανότατα μας προσέβαλε και μας είχε θυμώσει, πράγμα που δεν ήταν στις προθέσεις του φίλου μας, του πάντοτε ευγενικού και με τόση προσεκτική αβρότητα φερόμενου. Για να ξεπεραστεί η διπλή ή τριπλή ή τέλος πάντων πολλαπλή αμηχανία όλων, ξέσπασε αμέσως ένα ορυμαγδός από κροταλίσματα μαχαιροπήρουνων, ποτηριών που γέμιζαν κλπ. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ο κ. Απακιάν ξεπάγωσε, αλλα το σχόλιο του περί της σταχτιάς όψης μας και το όχι ανοιχτά διατυπωμένο κουτσομπολιό μας περί γκρίζας όψης του, συνέχισαν να υπερίπτανται και να διαχέονται μέσα στην αίθουσα του μαγειρείου, διαστάληκαν, άρχισαν να αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια πελατών και σερβιτόρων, μάγειρων και ταμιών, να επικάθονται σε κεφάλια και ώμους, πανωφόρια, καράφλες, ανταύγειες και μουστάκια, σε σακάκια, τσάντες και θήκες κινητών.

Σταχτιά σχόλια και ύπουλες γκρίζες διαπιστώσεις, σταχτόγκριζες φωνές και γκριζόσταχτα βλέμματα, αχ, τόσα βλέμματα κουρασμένα ή ακούραστα, χορτασμένα ή αδηφάγα, όλα, ναι όλα εκεί, τη στιγμή που σκύβαμε πάνω από τα πιάτα μας, πλαταγίζοντας τα χείλη μας, ρουφώντας τις σάλτσες μας, μασουλώντας ψωμιά και σαλάτες. Ήταν τόσο αδρά, τόσο πασιφανή, τόσο πρόδηλα, που αν κάποιος εκείνη τη στιγμή τραβούσε μια φωτογραφία θα τα έβλεπες, όλα αποτυπωμένα, φοβερά αληθινά. 

22. 02.2020

Κ.Β. 

Μέρος Α.