ΝΙΛΣ ΛΥΝ

2018-11-04 12:28

 Niels Lyhne 

Αποτέλεσμα εικόνας για τερνερ ουιλιαμ

Με κρίνετε άσχημα, κύριε Μπίγκουμ, είπε η Έντελ… δε γελάω. Με ρωτάτε αν πρέπει να ελπίζετε, σας απαντώ : όχι, δεν υπάρχει καμία ελπίδα… Όμως αφήστε με να σας πω κάτι: από την στιγμή που αρχίσατε να με αγαπάτε θα `πρεπε να ξέρατε ποια θα `ταν η απάντηση μου, και το ξέρατε, έτσι δεν είναι? Αυτό όμως δεν σας εμπόδισε να προχωρήσετε μ` όλες τις δυνάμεις προς το σκοπό που δεν μπορούσατε να φτάσετε. Ο έρωτας σας δεν με προσβάλει, κύριε Μπιγκουμ, μα τον κατακρίνω. Κάνατε αυτό ακριβώς που κάνουν πολλοί άλλοι: δεν θέλουν να βλέπουν την πραγματικότητα, δεν θέλουν ν` ακούν το όχι που είναι αντίθετο με τις επιθυμίες τους, ξεχνάνε την άβυσσο που χωρίζει αυτές τις επιθυμίες τους από το αντικείμενο τους…  Θέλετε να ζήσετε το όνειρο σας. Όμως η ζωη δε λαμβάνει υπ` όψιν της τα όνειρα…

Έμεινε σιωπηλή, για μια στιγμή. Είχε μιλήσει με μια ήρεμη και μελαγχολική φωνή, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Όμως τώρα η φωνή της έγινε ψυχρή και σκληρή:

Δε μπορώ να κάνω τίποτα για σας , κύριε Μπίγκαμ, δεν είστε για μένα ούτε το ελάχιστο που θα θέλατε να είσαστε. Αν αυτό σας κάνει δυστυχισμένο, ας είστε δυστυχισμένος. Αν αυτό σας κάνει να υποφέρεται, ας υποφέρετε. Πρέπει να υπάρχουν πλάσματα που υποφέρουν… Όταν κάποιος κάνει είδωλο του και κυρίαρχο της μοίρας του μια ανθρώπινη ύπαρξη, πρέπει να υποκλίνεται μπροστά στις αποφάσεις αυτού του ειδώλου, όμως δεν είναι συνετό να δημιουργεί κανείς θεούς και να χαρίζει σ` αυτούς την ψυχή του, γιατί υπάρχουν θεοί που δεν θέλουν να κατέβουν από το βάθρο τους…

Λέγοντας αυτό τα λόγια, χαμογέλασε αμυδρά και μπήκε μέσα στο σαλόνι. Ο Μπιγκουμ τη ακλούθησε με τα μάτια που είχαν την έκφραση ενός απελπισμένου. Για ένα τέταρτο της ώρα πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω στα σκαλοπάτια… του φαίνονταν ότι η σκιά της Έντελ βρίσκονταν ακόμα στη θέση της, και μπορούσε να ακούει τις παρακλήσεις του, ότι όλα δεν είχαν τελειώσει, ότι έρωτας του είχε μια ελάχιστη ελπίδα…

Από τον ανοιχτό φεγγίτη της σοφίτας, ο  νεαρός Νιλς τον κοίταζε. Τα είχε ακούσει όλα και τώρα το πρόσωπο του ήταν γεμάτο τρόμο, το δε σώμα του έτρεμε. Για πρώτη φορά η ζωή του προκαλούσε φόβο. Καταλάβαινε ότι όταν καταδίκαζε  μια ανθρώπινη ύπαρξη στον πόνο, αυτό δεν ήταν  ούτε για παιχνίδι  ούτε για αστείο, κι ότι η ύπαρξη αυτή έπρεπε να υποστεί το μαρτύριο, - ότι ποτέ δεν εμφανίζεται την τελευταία στιγμή ένας σωτήρας όπως συμβαίνει στα παραμύθια, - και ότι δεν ξύπνάει καθησυχασμένη μετά από ένα κακό όνειρο.

ΓΙΕΝΣ Π. ΓΙΑΚΟΜΠΣΕΝ εκδ.ΜΕΔΟΥΣΑ 1989 ΝΙΛΣ ΛΥΝ

Κ.Β. 3.11.2018

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τα βιβλία που διαβάζω είναι θλιβερά. Μόνο θλίψη μου προκαλούν. Διαβάζω όλο και πιο πολύ θλιβερά βιβλία και όπως είναι φυσικό η θλίψη εγκαθίσταται, με όλο και περισσότερο καταθλιπτικά στέρεο τρόπο. Είναι  μία υλική θλίψη. Τα θλιβερά βιβλία που διαβάζω τα απολαμβάνω, γιατι απολαμβάνω το θλιβερό τους αντίκτυπο μέσα μου και επειδή η θλιβερότητα τους είναι τόσο υλική, που αυτή αποκρυσταλλώνεται και στον έξω κόσμο, στο πρόσωπο και το σώμα μου. Έχω ένα θλιμμένο πρόσωπο και ένα θλιβερό σώμα. Η τιμωρία πού αυτόυποβάλλομαι εμπεριέχει μία ορισμένη απόλαυση, αλλά επειδή πιστεύω δεν έχω τρελαθεί ακόμα, δεν πρόκειται για τίποτε άλλο από ανώδυνες εκκεντρικότητες ενός κατά φαντασία ηθοποιού και συγγραφέα που δεν πείθουν κανέναν και φυσικά εμένα. Έτσι εκτός από θλιβερός τύπος είμαι και ψεύτης πράγμα το οποίο, είναι καταστρεπτικό για την αυτοπεποίθηση οποιουδήποτε αξιοπρεπούς όντος. Ως αντιστάθμισμα προσπαθώ να καταπολεμήσω την αξιοπρέπεια ως βλαπτική, ως κουσούρι, όπως ας πούμε το τσιγάρο, που όπως λέει το άσμα όσο το φουμάρω τόσο το γουστάρω.

 Μόλις τώρα, τελείωσα το Nils Lynne.Νομίζω πως μπορώ να καταλάβω γιατί ενθουσίασε τον Ρίλκε πού ήταν τόσο κοντά στην εποχή, την έκφραση και τους προβληματισμούς του Jacobsen. Η γλαφυρότητα, τα αρώματα ρομαντισμού και ο πρωτόβγαλτος  αθεϊσμός αφαίρεσαν πολύ από το βιβλίο και παραλίγο να το παρατήσω αλλά η δύναμη και η διεισδυτικότητα του Δανού με κράτησε και είχα τη σιγουριά ότι δεν θα τον εγκατέλειπα.  Πράγματι δεν τον εγκατέλειψα.

 Καημένε Νιλς υπήρξε εκείνη η αθώα εποχή, οι αθώοι αφελείς! Σήμερα θα μας φαίνονταν σαν ούφο…

 

9.11.2018, Κ.Β.

 

 ΑΝιλς Λυν
Με κρίνετε άσχημα, κύριε Μπίγκουμ, είπε η Έντελ… δε γελάω. Με ρωτάτε αν πρέπει να ελπίζετε, σας απαντώ : όχι, δεν υπάρχει καμία ελπίδα… Όμως αφήστε με να σας πω κάτι: από την στιγμή που αρχίσατε να με αγαπάτε θα `πρεπε να ξέρατε ποια θα `ταν η απάντηση μου, και το ξέρατε , έτσι δεν είναι? Αυτό όμως δεν σας εμπόδισε να προχωρήσετε μ` όλες τις δυνάμεις προς το σκοπό που δεν μπορούσατε να φτάσετε. Ο έρωτας σας δεν με προσβάλει, κύριε Μπιγκουμ, μα τον κατακρίνω. Κάνατε αυτό ακριβώς που κάνουν πολλοί άλλοι: δεν θέλουν να βλέπουν την πραγματικότητα, δεν θέλουν ν` ακούν το όχι που είναι αντίθετο με τις επιθυμίες τους, ξεχνάνε την άβυσσο που χωρίζει αυτές τις επιθυμίες τους από το αντικείμενο τους…  Θέλετε να ζήσετε το όνειρο σας. Όμως η ζωη δε λαμβάνει υπ` όψιν της τα όνειρα…
Έμεινε σιωπηλή, για μια στιγμή. Είχε μιλήσει με μια ήρεμη και μελαγχολική φωνή, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Όμως τώρα η φωνή της έγινε ψυχρή και σκληρή:
Δε μπορώ να κάνω τίποτα για σας , κύριε Μπίγκαμ, δεν είστε για μένα ούτε το ελάχιστο που θα θέλατε να είσαστε. Αν αυτό σας κάνει δυστυχισμένο, ας είστε δυστυχισμένος. Αν αυτό σας κάνει να υποφέρεται, ας υποφέρετε. Πρέπει να υπάρχουν πλάσματα που υποφέρουν… Όταν κάποιος κάνει είδωλο του και κυρίαρχο της μοίρας του μια ανθρώπινη ύπαρξη, πρέπει να υποκλίνεται μπροστά στις αποφάσεις αυτού του ειδώλου, όμως δεν είναι συνετό να δημιουργεί κανείς θεούς και να χαρίζει σ` αυτούς την ψυχή του, γιατί υπάρχουν θεοί που δεν θέλουν να κατέβουν από το βάθρο τους… 
Λέγοντας αυτό τα λόγια, χαμογέλασε αμυδρά και μπήκε μέσα στο σαλόνι. Ο Μπιγκουμ τη ακλούθησε με τα μάτια που είχαν την έκφραση ενός απελπισμένου. Για ένα τέταρτο της ώρα πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω στα σκαλοπάτια… του φαίνονταν ότι η σκιά της Έντελ βρίσκονταν ακόμα στη θέση της, και μπορούσε να ακούει τις παρακλήσεις του, ότι όλα δεν είχαν τελειώσει, ότι έρωτας του είχε μια ελάχιστη ελπίδα… 
Από τον ανοιχτό φεγγίτη της σοφίτας, ο  νεαρός Νιλς τον κοίταζε. Τα είχε ακούσει όλα και τώρα το πρόσωπο του ήταν γεμάτο τρόμο, το δε σώμα του έτρεμε. Για πρώτη φορά η ζωή του προκαλούσε φόβο. Καταλάβαινε ότι όταν καταδίκαζε  μια ανθρώπινη ύπαρξη στον πόνο, αυτό δεν ήταν  ούτε για παιχνίδι  ούτε για αστείο, κι ότι η ύπαρξη αυτή έπρεπε να υποστεί το μαρτύριο, - ότι ποτέ δεν εμφανίζεται την τελευταία στιγμή ένας σωτήρας όπως συμβαίνει στα παραμύθια, - και ότι δεν ξύπνάει καθησυχασμένη μετά από ένα κακό όνειρο.
 
Νιλς Λυν
Με κρίνετε άσχημα, κύριε Μπίγκουμ, είπε η Έντελ… δε γελάω. Με ρωτάτε αν πρέπει να ελπίζετε, σας απαντώ : όχι, δεν υπάρχει καμία ελπίδα… Όμως αφήστε με να σας πω κάτι: από την στιγμή που αρχίσατε να με αγαπάτε θα `πρεπε να ξέρατε ποια θα `ταν η απάντηση μου, και το ξέρατε , έτσι δεν είναι? Αυτό όμως δεν σας εμπόδισε να προχωρήσετε μ` όλες τις δυνάμεις προς το σκοπό που δεν μπορούσατε να φτάσετε. Ο έρωτας σας δεν με προσβάλει, κύριε Μπιγκουμ, μα τον κατακρίνω. Κάνατε αυτό ακριβώς που κάνουν πολλοί άλλοι: δεν θέλουν να βλέπουν την πραγματικότητα, δεν θέλουν ν` ακούν το όχι που είναι αντίθετο με τις επιθυμίες τους, ξεχνάνε την άβυσσο που χωρίζει αυτές τις επιθυμίες τους από το αντικείμενο τους…  Θέλετε να ζήσετε το όνειρο σας. Όμως η ζωη δε λαμβάνει υπ` όψιν της τα όνειρα…
Έμεινε σιωπηλή, για μια στιγμή. Είχε μιλήσει με μια ήρεμη και μελαγχολική φωνή, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Όμως τώρα η φωνή της έγινε ψυχρή και σκληρή:
Δε μπορώ να κάνω τίποτα για σας , κύριε Μπίγκαμ, δεν είστε για μένα ούτε το ελάχιστο που θα θέλατε να είσαστε. Αν αυτό σας κάνει δυστυχισμένο, ας είστε δυστυχισμένος. Αν αυτό σας κάνει να υποφέρεται, ας υποφέρετε. Πρέπει να υπάρχουν πλάσματα που υποφέρουν… Όταν κάποιος κάνει είδωλο του και κυρίαρχο της μοίρας του μια ανθρώπινη ύπαρξη, πρέπει να υποκλίνεται μπροστά στις αποφάσεις αυτού του ειδώλου, όμως δεν είναι συνετό να δημιουργεί κανείς θεούς και να χαρίζει σ` αυτούς την ψυχή του, γιατί υπάρχουν θεοί που δεν θέλουν να κατέβουν από το βάθρο τους… 
Λέγοντας αυτό τα λόγια, χαμογέλασε αμυδρά και μπήκε μέσα στο σαλόνι. Ο Μπιγκουμ τη ακλούθησε με τα μάτια που είχαν την έκφραση ενός απελπισμένου. Για ένα τέταρτο της ώρα πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω στα σκαλοπάτια… του φαίνονταν ότι η σκιά της Έντελ βρίσκονταν ακόμα στη θέση της, και μπορούσε να ακούει τις παρακλήσεις του, ότι όλα δεν είχαν τελειώσει, ότι έρωτας του είχε μια ελάχιστη ελπίδα… 
Από τον ανοιχτό φεγγίτη της σοφίτας, ο  νεαρός Νιλς τον κοίταζε. Τα είχε ακούσει όλα και τώρα το πρόσωπο του ήταν γεμάτο τρόμο, το δε σώμα του έτρεμε. Για πρώτη φορά η ζωή του προκαλούσε φόβο. Καταλάβαινε ότι όταν καταδίκαζε  μια ανθρώπινη ύπαρξη στον πόνο, αυτό δεν ήταν  ούτε για παιχνίδι  ούτε για αστείο, κι ότι η ύπαρξη αυτή έπρεπε να υποστεί το μαρτύριο, - ότι ποτέ δεν εμφανίζεται την τελευταία στιγμή ένας σωτήρας όπως συμβαίνει στα παραμύθια, - και ότι δεν ξύπνάει καθησυχασμένη μετά από ένα κακό όνειρο.