Η ΚΟΝΤΕΣΙΝΑ

2020-01-30 16:55

Η ΚΟΝΤΕΣΙΝΑ

   Αχ! Αυτή η Κοντεσίνα, με τι απονιά με διέσυρε! Και εγώ, ο βλάκας πόσο αστόχαστα πιάστηκα στα δίχτυα της. Μα, πώς έχασα το μυαλό μου για μια 17χρονη, ανόητη, φαντασμένη αριστοκράτισσα! Θα πρέπει να είχα τυφλωθεί, η μάλλον τρελαθεί. Όλα τα σημάδια του άστατου  και πονηρού χαρακτήρα της, ήταν εκεί στη φόρα. Τα είδα! Τα έβλεπα, και παρ’ όλα αυτά αντί απλά να τσιλημπουρδίσω,  να την παίξω όπως με έπαιζε η ιδία, άρχισα τους έρωτες, τους αναστεναγμούς και τους όρκους. Και η ανταμοιβή … δυο τρία φιλάκια στα πεταχτά, στο ημίφως του κήπου και μόλις άπλωνα το χέρι στη δαχτυλιδένια μεσούλα,- αχ, αυτό το τροφαντό, ξετσίπωτο μπουστάκι με τρέλανε –  τσουπ, η Κοντεσίνα εξαφανιζόταν σαν ξωτικό. Και  πάνω που είχα απελπιστεί, άλλαξε στάση, σαν η γιορτή του φετινού καρναβαλιού να έβαλε τον σατανά μέσα της.

   Όλα άρχισαν νωρίς πέρσι, στο τέλος της άνοιξης, αρχές καλοκαιριού, όταν γύρισα μετά από χρόνια στο Μπομάρτσο. Με τα πολλά  παρακάλια της μάνας μου, ήρθα πίσω και η προοπτική ότι θα έμενα στο παλάτσο δεν φαίνονταν άσχημη. Αυτό που έγινε, ήταν πως έφυγα από το Ουρμπίνο κακήν κακώς. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι, θα μπορούσε να ειμαι μακαρίτης τώρα. Οι εχθροί μου, δηλαδή αυτοί που τους χρωστώ πάνω από 4 χιλιάδες τάλιρα, δεν το είχαν σε τίποτα να με πετσοκόψουν. Αποφάσισα πως η επιστροφή στο Μπομάρτσο, ήταν η καλύτερη λύση.

   Ναι, και έτσι ξαναβρήκα την Κοντεσίνα! Μόνο που τώρα δεν ήταν το κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια αλλα μια ζουμερή, όλο χυμούς, σκέτη πρόκληση κοπέλα. Τι άραγε σκεφτόμουν; Μάλλον δεν σκεφτόμουν τίποτα. Απλά με τον Αλοντσίνο, τον συνονόματο μου Τζιουζέπε, τον φοιτητή και άλλους, τα πίναμε στο καπηλειό του Μπομάρτσο, και όταν δεν αντέχαμε πια άλλο, τραβούσαμε για το Βιτέρμπο, εκεί βρίσκαμε τη καλύτερη γκράπα και αν κονομούσαμε κανένα αμαξάκι, ξενυχτούσαμε στη Ρώμη.

  Μήπως δεν ήξερα ότι είμαι ο μπάσταρδος ξάδελφος της, από την μεριά της μητέρας της, της κοντέσας Μπομάρτσο; Αφότου ο αδελφός της μητέρας της με αναγνώρισε σαν το νόθο του, έγινα και επίσημα το μπάσταρδο του παλάτσο Μπομάρτσο. Κάτι όχι τόσο πρωτότυπο, αφού οι αριστοκράτες το έχουν τόσο εύκολο να σπέρνουν νόθα, όσο το κυνήγι της μπεκάτσας και των ορτυκιών. Το καλό με το πατέρα μου - και θείο της Κοντεσίνας- είναι ότι εξασφάλισε τη μάνα μου, παραχωρώντας ένα κτήμα με αγροικία στο Βιτέρμπο και δικαιώματα χρήσης σε ένα αλευρόμυλο. Τουλάχιστον, έδωσε μια θέση στη κοινωνία, στη καημένη τη μάνα  μου, για να μην μείνει στιγματισμένη ως μια ακόμα πουτάνα των κόντε- Μπομάρτσο. Τότε τι στο καλό είχα στο μυαλό μου όταν μπλεκόμουν με το κοριτσόπουλο; Λες και δεν υπήρχαν υπηρέτριες, δούλες και ψυχοκόρες στο παλάτσο, στα κτήματα και στα καλύβια των κολίγων!

   «Μα πάλι το στόμα σου μυρίζει κρασί, Τζιουζέπε», μου έλεγε ναζιάρικα, η Σαλώμη, έτσι την έλεγα εγώ και της άρεσε. «Όχι κρασί, χαζοπούλι μου» απαντούσα εγώ ο έξυπνος, «γκράπα, οι κύριοι πίνουν γκράπα  και μπράντι.» « Α, ναι; Και σαμπάνια οι κυρίες! Πότε θα μου φέρεις να δοκιμάσω σαμπάνια, Τζιουζέπε; Δεν έχει γλυκάκι από μένα αν δεν δοκιμάσω γαλλική σαμπάνια».

   Ε, άλλο  που δεν ήθελα, καβαλούσα το άλογο και έφευγα για τη Ρώμη, να βρω σαμπάνια και μάλιστα γαλλική. Για το βαλάντιο μου ηταν μια μικρή καταστροφή, αλλα προκειμένου να έχω το πολυπόθητο φιλάκι της, δεν είχα φραγμό. Κι’ άλλωστε είχα μια ακόμα καλή αφορμή να βρω τη παρέα που τα πίναμε μέχρι σκασμού στα καπηλειά του Τραστέβερε.

  Ούτε που πρόκανα να καταλάβω πότε πέρασε καλοκαίρι και φθινόπωρο, εδώ στο Μπομάρτσο. Μες στις γιορτές για τον καινούργιο χρόνο αποφάσισα να ξεδιπλώσω τα νέα μου ταλέντα που τ’ απόκτησα στο Ουρμπίνο. Έτσι νόμιζα, ότι θα τα κατάφερνα να θαμπώσω τους ξιπασμένους αριστοκράτες, τους Μπομάρτσο. Τι έπαρση! Έκανα τον μάγο και τον ταχυδακτυλουργό, τρικάκια με κάρτες και παρόμοια κόλπα. Καμία σημασία δεν έδωσα, όταν κάνα-δυο μυαλωμένοι άνθρωποι – δεν έχει περισσοτέρους εδώ γύρω – με προειδοποιούσαν ότι έτσι που ήμουν πιωμένος διαρκώς, είχαν αρχίσει να με παίρνουν στο ψιλό.

  Η αλήθεια είναι πως, από μικρός είχα μια έμφυτη κλίση στα παιχνίδια των ταχυδακτυλουργών, με γοήτευαν πέρα από κάθε τι άλλο και σίγουρα πιο πολύ από το σχολειό, που το σιχαινόμουν. Όμως η μητέρα μου είχε στο μυαλό της να με σπουδάσει, να γίνω σπουδαίος, αντάξιος του μπαστάρδου ονόματος μου. Έτσι ψευτοσπούδαζα στη Σιένα και στο Ουρμπίνο. Εκεί, στα καπηλειά έμαθα τη τέχνη της εξαπάτησης, τα ταχυδακτυλουργικά. Μου χρησίμεψαν πολύ στα χαρτιά και στα ζάρια.

   Με τέτοια μυαλά ήρθα εδώ και επιπλέον αποτρελάθηκα με την Κοντεσίνα.

   Οι Μπομάρτσο είναι οι αφεντάδες και τα χωριά τους ανήκουν - παρά τους αναδασμούς που έκανε η κυβέρνηση, εξακολουθούν να τους ανήκουν όπως αιώνες τώρα - αυτοί δεν χαμπαριάζουν τίποτα. Όπως λένε, μόνο όταν μπήκε ο Βοναπάρτης στην Ιταλία τρόμαξαν για τα καλά, μα όλο αυτό πάει, τέλειωσε, οι γάλλοι και ο αυτοκράτορας τους. Ε, λοιπόν το μόνο που νοιάζονται εδώ, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, εκτός από τα λεφτά, είναι το καρναβάλι. Ετοιμάζονται για αυτό μήνες πριν. Φαίνεται αστείο σε ένα τόσο παρακατιανό μέρος, να γίνεται τόσο σαματάς για το καρναβάλι, λες και είμαστε βενετσιάνοι. Και κατά κάποιο τρόπο είμαστε, γιατί ένας παππούς του σημερινού κόμη Μπομάρτσο, έκανε όνομα στη Βενετία, όταν ακόμη είχε στόλο που πολεμούσε τους τούρκους, και δεν ήταν μόνο για τα καρναβάλια και τις γόνδολες όπως σήμερα. Αυτός ο πρόγονος έφερε το έθιμο του καρναβαλιού στο Μπομάρτσο και επειδή οι αφέντες  εδώ, τα είχαν πάντα καλά με το Βατικανό, οι καρδινάλιοι έκαναν τα στραβά μάτια, γιατί όπως όλοι ξέρουμε θεωρούν τα καρναβάλια έκλυτες, βενετσιάνικες ασωτίες.

    Από ένα τέτοιο πανηγύρι δεν θα έλειπε η Κοντεσίνα. Βέβαια εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να τη θαμπώσω με κάτι εξαιρετικό. Και η ευκαιρία ήρθε.

   Ήξερα ότι το καρναβάλι ξεκινούσε με μια μεγάλη γιορτή, στο παλάτσο, που κυρίως απευθύνονταν στα παιδιά. Από νωρίς την πρώτη Κυριακή της απόκριας, το παλάτσο και οι κήποι του, που είναι ξακουστοί σε όλη την Ιταλία, ανοίγουν στο κοινό, αριστοκρατία και χωριάτες για λίγο μπερδεύονται. Έρχονται, ντυμένοι με τα καλά τους, οικογενειακώς, τα παιδιά μεταμφιέζονται και με αυτά ανοίγει το καρναβάλι. Στη μεγάλη σάλα του παλατιού, και στους κήπους, παίζουν μουσική, ζογκλέρ, χορευτές, σχοινοβάτες και φυσικά ταχυδακτυλουργοί κάνουν τα νούμερα τους σε μικρούς και μεγάλους, ενώ οι υπηρέτες του παλατιού προσφέρουν αναψυκτικά και γλυκίσματα, ντυμένοι με μια θεματική μεταμφίεση κάθε χρόνο διαφορετική. Λένε, πως η μασκαράτα των υπηρετών είναι αφορμή για ομηρικούς καυγάδες ανάμεσα στο κόντε και τη κυρά του. Φέτος πέρασε αυτό που ήθελε η κοντέσα και όλοι αυτοί οι ταλαίπωροι ντυθήκαν πουλιά. Όρνιθες, μπεκάτσες, πετεινοί, γεράκια, κουκουβάγιες, γέμισε το παλάτσο φτερά και πούπουλα. Αν δεν πάθαινα αυτό που έπαθα, ακόμα θα γελούσα, με τις τούμπες που έπαιρναν στις σκάλες, που δεν είναι και λίγες.

   Ήμουν εγώ πρώτος, που ξεκίνησα την ιδέα να κάνω, τον ταχυδακτυλουργό στη  μεγάλη σάλα. Την ώρα που θα έπαιρναν το λικέρ τους οι ευγενείς, θα παρακολουθούσαν μαζί με τη νεολαία, τον νέο ταχυδακτυλουργό και φυσικά εκεί θα ήταν και η ξαδέλφη μου, η Κοντεσίνα. Της το είπα. Και της καλοάρεσε η ιδέα, μάλιστα πρότεινε να εμφανιστεί μαζί μου σαν βοηθός μου και να με προσφωνήσει μπροστά στους δικούς της. Μόνο που έπρεπε να της το επιτρέψουν, διότι δεν ήμουν ο συγγενής, που θα ήθελαν να περιφέρουν σε τόσο κόσμο. Από την άλλη δεν μπορούσαν να με εξαφανίσουν, να δείξουν πως αγνοούν τη επιθυμία του μακαρίτη του αδελφού της κόμισσας και πατέρα μου. Διότι με την αναγνώριση της πατρότητας απέκτησα επισήμως αρχοντικό αίμα, κατά το ήμισυ βέβαια. Η τρελή, η Κοντεσίνα, θα πρέπει να τους πήρε τα μυαλά, γιατί όλοι το ξέρουν, όταν πεισμώνει γίνεται ανυπόφορη εντελώς και φυσικά πέρασε το δικό της. Με κάλεσε η ιδία η κοντέσα μητέρα της, να μου ανακοινώσει την προαγωγή μου σε επίσημο ταχυδακτυλουργό. Ο άντρας της, τις ελάχιστες φόρες που συναντηθήκαμε ίσα που μου απεύθυνε το λόγο, έδειχνε ξεκάθαρα πως η γέννηση μου και ακόμα περισσότερο η παρουσία μου εκεί ηταν ένα λάθος, που αφού δεν μπορούσε να διορθωθεί, ο καλύτερος τρόπος ήταν να αγνοηθεί. 

   Τα μαγικά που θα έκανα ήταν από τα πιο εύκολα, τα είχα κάνει πολλές φορές και τα είχα δείξει στη τρελό- Σαλώμη. Όμως επέμενε να κάνουμε μαζί το κόλπο με τη γυναίκα που ο μάγος την κόβει με πριόνι στα δύο. Παρόλο που δεν θα έπρεπε να της έχω εμπιστοσύνη, έτσι καπριτσιόζα και κακομαθημένη που είναι, στάθηκε αδύνατον να πω όχι στα νάζια της, μα πιο πολύ στη δική μου ματαιοδοξία να καταπλήξω το κοινό του Μπομάρτσο, που τέτοιο κόλπο δεν το είχε ξαναδεί.

   Το κόλπο αυτό είναι απλό, χρειάζεται καλή και γρήγορη συνεργασία ανάμεσα στον ταχυδακτυλουργό και την γυναίκα. Το κουτί που μπαίνει μέσα η γυναίκα είναι φτιαγμένο έτσι που μόλις αρχίσει το πριόνισμα, διπλώνει τα πόδια της σε μια εσοχή του κουτιού. Αυτό που φαίνεται μετά τον τεμαχισμό είναι ένα ζευγάρι τεχνητά πόδια, όμοια και απαράλλακτα όπως της γυναίκας, δηλαδή της κοντεσίνας, στη δική μας περίπτωση. Η ωραία ξαδέλφη μου, ενθουσιάστηκε με το εγχείρημα αλλα και εγώ ήμουν ξετρελαμένος από την προοπτική να βρεθώ ολομόναχος μαζί της, ενώ θα κάναμε την προετοιμασία. Παραληρούσα, όταν πράγματι η ξαδερφούλα με άφησε να προχωρήσω πιο πέρα από τα φιλάκια και μάλιστα ανταποκρίθηκε με τέτοια θέρμη που νόμισα πως ονειρεύομαι. Η γλώσσα της, τόσο υγρή και παθιασμένη που δεν είχα ξανασυναντήσει σε γυναίκες πολύ πιο ώριμες. Αναρωτήθηκα, ο μπούφος μήπως, η Κοντεσίνα μου, είχε άλλες κρυφές ερωτικές εμπειρίες και μόνο σε μένα, έπαιζε την σεμνή παρθένα. Η υποψία και μόνο ότι κάποιος ή και περισσότεροι είχαν απλώσει χέρι στα κάλλη της, με εξόργιζε και ταυτόχρονα με άναβε, με έναν πρωτόγνωρο, διεστραμμένο πόθο.  Αλλα ήμουν στα ουράνια έτσι και αλλιώς. Θα κάναμε μια πρόβα τζεναραλε με το νούμερο μας, απομονωμένοι σε ένα παράσπιτο του παλάτσο.

    Την παραμονή της γιορτής, ημέρα Σάββατο, 22 Φεβρουάριου 1845, περίμενα με λάγνα αγωνία στο δωμάτιο όπου θα προβάραμε το νούμερο με το πριόνι. Η ξαδέλφη μου άφαντη! Πέρασα το πρωινό δοκιμάζοντας ανόρεκτα, κάποια τρικ με τη τράπουλα, μετά το κόλπο οπού, ένα φτερό γίνεται περιστέρι, μέχρι που για να καλμάρω την κάψα μου κατέβασα μισό μπουκάλι γκράπα. Ανέβηκα στο πύργο ρωτώντας αν είδαν την νεαρή κοντέσα, εισπράττοντας τα κακιασμένα βλέμματα και τα στραβωμένα στόματα των υποτακτικών του κόμη, που είναι εκατό φόρες πιο ξιπασμένοι από τους αφεντάδες τους. Όταν αργά το απόγευμα θυμήθηκε να με ευαρεστήσει με την παρουσία της, ήμουν πολύ μεθυσμένος για να κάνουμε πρόβα. Ήμουν σε τόση υπερένταση που δεν σκέφτηκα τίποτα καθώς την ξεμονάχιαζα, σπρώχνοντας την, κυριολεκτικά,  πίσω από μια σκάλα, γεμίζοντας την, παθιασμένα φιλιά, και σάλια που μύριζαν οινόπνευμα. Η Κοντεσίνα αντέδρασε στη στιγμή, αρχικά κλοτσώντας με, στο καλάμι και σκάζοντας ένα ηχηρότατο χαστούκι στο μάγουλο. Σάστισα από το πόνο, η αντίδραση της ηταν προβλέψιμη, όχι όμως και η συνέχεια. Με τράβηξε με δύναμη πάνω της, σχεδόν με καβάλησε και άρχισε να με φιλάει γεμάτη λύσσα και να με δαγκώνει με τέτοια μανία που χρειάστηκε να βάλω όλη τη δύναμη μου για να απαλλαγώ από τη παράφορη λαβή της. Καθώς τα κορμιά μας ξεμπλεκόταν και εγώ βρισκόμουν κάπως στον αέρα, εκτός ισορροπίας, με φιλοδώρησε με άλλα δυο χαστούκια, με τέτοια ευστοχία βετεράνου, που δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ, καθώς έσκαγα κάτω με την πλάτη, πως για ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι παραήταν έμπειρη στα σκαμπίλια, όπως και στα φιλιά, με όλη τη γλωσσίτσα της σε εγρήγορση. Πριν καν συνέλθω άκουσα το κρυστάλλινο γέλιο της Σαλώμης μου, να σκορπίζεται στους διάδρομους και της βεράντες του παλάτσο Μπομάρτσο.   

   Ξύπνησα, την επομένη, έχοντας πάνω από τη μούρη μου μια ρεντιγκότα και μια μάσκα πιερότου. Η ρεντιγκότα και η μάσκα πιερότου, μου άδειασαν μια ξεθυμασμένη σαμπάνια πάνω μου, γκαρίζοντας βρισιές και ακατάληπτα μεθυσμένα γρυλίσματα. Ήταν ο Αλοντσίνο ο παπουτσής και ο άλλος Τζιουζέπε, ο φοιτητής, ήδη πιωμένοι. Πλησίαζε μεσημέρι, το παλάτσο είχε πλημυρίσει από οικογένειες με  μασκαρεμένα πιτσιρίκια και εγώ είχα κοιμηθεί στο δωμάτιο όπου δεν έγινε η πρόβα με την Κοντεσίνα. Ήμουν σε κακό χάλι, είχα κοιμηθεί με τα ρούχα, είχα πιει τον αγλέορα, είχα κάνει εμετό και έπρεπε ήδη ως ταχυδακτυλουργός να βρίσκομαι στο παλάτσο. Άρχισα να πανικοβάλλομαι και ο Αλοντσίνο για να με συνεφέρει, μου πρόσφερε ένα ποτήρι γεμάτο από ένα διαφανές υγρό που το ήπια μονορούφι. Στη στιγμή ξέρασα τα άντερα μου πάνω στη ρεντιγκότα του, ήταν ξεθυμασμένη σαμπάνια.

    Εκείνη την αποφράδα μέρα, 23 του Φλεβάρη, Κυριακή, ήταν μια ηλιόλουστη, παγωμένη μέρα, λες και ο Μεφιστοφελής είχε συμφωνήσει με τους αρχάγγελους να εκπληρωθεί η προαγγελθείσα προφητεία του δημόσιου εξευτελισμού μου, μέσα σε μια έκρηξη ψύχους και φωτός. Εγώ απλώς παρακολουθούσα χωρίς καμιά αντίδραση να κάνω αυτά που προοριζόμουν να κάνω και να πάθω, σαν υπνοβάτης.

   Είδα λοιπόν, τον εαυτό μου, χλωμό και ταλαιπωρημένο, να δίνει εντολές, πώς να στηθεί το σκηνικό με τα σύνεργα  του ταχυδακτυλουργού, χωρίς κανένας από τους υπηρέτες να με κοιτάξει ούτε μια φορά στα μάτια, αντίθετα έβλεπα μόνο τις πλάτες τους να αποπνέουν μοχθηρία και μίσος. Με είδα να προστάζω έναν γέρο θαλαμηπόλο με περούκα, στην υπηρεσία του κόμη, να μου φέρει το μπουκάλι με το κονιάκ που είχα δει σε μια βιβλιοθήκη του ισόγειου. Τον γέρο να διασχίζει ατάραχος τη σάλα και να πλησιάζει στο αυτί τον κόμη. Είδα το περιφρονητικό νεύμα του κόμη που του έδινε την άδεια να μου το φέρει, είδα την περούκα να ακουμπά το μπουκάλι το κονιάκ δίπλα μου και στην ελάχιστη αυτή κίνηση έπιασα έναν ελαφρότατο χλευασμό, σαν να μην ήμουν καν άξιος για μια γεμάτη χολή χλεύη.  Είδα το πονηρούτσικο μουτράκι της Σαλώμης κοντά στο δικό μου και εκεί μέσα στην οχλαγωγία σαν να παραπάτησε προς το μέρος μου, να μου χουφτώνει τον ανδρισμό μου που είχε φουσκώσει από την προηγούμενη, τον έσφιξε σαν να ήθελε να τον ξεριζώσει και να ξεσπά σε εκείνο το ξεδιάντροπο, κρυσταλλένιο γέλιο της που έκανε δεκάδες κεφάλια και περούκες να γυρίσουν προς το μέρος μας. Και ήταν σαν να αρπάχτηκε από αυτό το γέλιο η οχλοβοή του μασκαρεμένου πλήθους, ανέβηκε σε  χρωματική ποικιλία, ένταση και ηχητικό εύρος, ναι, μου φάνηκε πως εκείνο το γέλιο έκανε τις φωνές, τους ήχους ολόγυρα εξωπραγματικούς, αλλόκοτα πεντακάθαρους. Επέπλεα σαν σε σύννεφο, ήταν περίεργο αλλά παρά την ολόλαμπρη χειμωνιάτικη λιακάδα εγώ είχα την αίσθηση μιας γαλακτώδους ομίχλης να τα περιβάλει όλα.

   Η κεντρική σάλα είχε ασφυκτικά γεμίσει, κόσμος συνωστίζονταν ακόμα και στα μπαλκόνια και μόλο το κρύο έξω, πολλές κυρίες έκαναν αέρα με τις βεντάλιες. Γύρω από τον ταχυδακτυλουργό, στο πάτωμα ή πάνω σε μαξιλάρες 50 με 60 πιτσιρίκια, οι μεγάλοι σκόρπιοι, καθήμενοι ή όρθιοι σε όλο το χώρο της σάλας. Τα αφεντικά του παλάτσο κάθονταν στο βάθος απέναντι μου, σε υπερυψωμένο επίπεδο που συνήθως χρησιμοποιούσε η ορχήστρα ή οι θεατρίνοι ανάλογα με την εκδήλωση. Θα προτιμούσα να μου είχαν δώσει αυτό ακριβώς το χώρο για την παράσταση μου, αλλα δεν επέμεινα.

   Τα νούμερα με τις κάρτες απέσπασαν κάποιο θαυμασμό και επιφωνήματα από τα πιο μεγάλα παιδιά, τα μικρά μάλλον βαριούνταν και οι μεγάλοι έπιναν και τσιμπολογούσαν, χαχανίζοντας και κουτσομπολεύοντας, χωρίς να δίνουν καμιά σημασία στα κόλπα μου.

   Ήρθε η ώρα για το νούμερο με το περιστέρι. Η οφθαλμαπάτη εδώ έγκειται στο ότι βάζω φωτιά σε ένα φτερό πτηνού, εμβαπτισμένο σε ένα εύφλεκτο υγρό που περιέχει κάποια οξείδια μέταλλου, ώστε να δώσει ένα εφέ αστραπής, το όποιο τυφλώνει στιγμιαία τους θεατές. Στη στιγμή ελευθερώνω ένα ζωντανό περιστέρι που έχω κρυμμένο στο κόρφο μου ή μου το περνά ο βοηθός που στέκεται πίσω μου. Βοηθός μου είχε επιμείνει να είναι η Κοντεσίνα.  Πήγα στο παραβάν δίπλα και τράβηξα τρεις απανωτές, γερές γουλιές από το κονιάκ του κόμη. Το υγρό κατρακύλησε μέσα μου σαν λάβα του Βεζουβίου. Προχώρησα προς το κοινό, ενώ η ξαδέλφη μου με τη φωνή της να σκεπάζει τη φασαρία, διαφήμιζε το νέο θαύμα που θα λάβαινε χώρα παρευθύς. Πήρα θέση άναψα το φτερό και πουφ, η Κοντεσίνα σβέλτα μου πέρασε το πουλί που είχε κρυμμένο κάτω από τις πτυχώσεις της εσάρπας της. Θαύμασα τη ταχύτητα και την ετοιμότητα της, μόνο που το πουλί που τώρα αλαφιασμένο έκρωζε, τυφλωμένο από το ξαφνικό φως ήταν κάτι σαν καρακάξα ή κάργια, που θεώρησε καλό να μου ρίξει δυο επανωτά ραμφίσματα στο χέρι, αρκετά γερά ώστε να γεμίσω αίματα.

   Στη σάλα επικράτησε πανδαιμόνιο μέχρι το πουλί να βρει το δρόμο προς μια ανοιχτή μπαλκονόπορτα, σπέρνοντας πανικό και γυναικείες τσιρίδες. Η Σαλώμη δίπλα μου είχε ξεκαρδιστεί και ξαφνικα άρχισε να χειροκροτεί μανιασμένα. Η μανία της ήταν τόσο χειμαρρώδης που σταδιακά κάποιοι από το πλήθος την ακολούθησαν, μετά και άλλοι, σαν αυτό το χειροκρότημα να ήταν μια μεταδοτική επιδημία, ξέσπασε σε ένα ποδοκρότημα, μια φοβερή οχλαγωγία που με άφησε άναυδο, στήλη άλατος, ενώ ακόμα το αίμα κυλούσε από το χέρι μου. Δεν ήξερα γιατί και ποιόν χειρο-ποδο-κροτούν. Εμένα, την Κοντεσίνα ή το μαυροπούλι; Δεν άκουσα κανένα μπράβο. Όλο αυτό μου έφερνε ναυτία, ευχαρίστως θα το έβαζα στα πόδια και θα  έτρεχα όσο πιο μακριά μπορούσα. Ξαφνικα η Σαλώμη σταμάτησε απότομα και στράφηκε προς το μέρος μου, είχε κάτι πολύ αποφασιστικό επάνω της. Τώρα  έβλεπα μια  γυναίκα που δεν θα μου δίνονταν ποτέ, το κατάλαβα στη στιγμή, εκείνη ακριβώς τη στιγμή.

   Πήρε την πρωτοβουλία για το νούμερο με το πριόνι και εγώ την ακολούθησα σαν κατάδικος δεμένος στο πάγκο μιας κωπηλατικής γαλέρας. Σταδιακά η οχλαγωγία κόπαζε, ενώ η ξαδέλφη μου έπαιρνε θέση ξαπλώνοντας μέσα στο ξύλινο κουτί και δίνοντας μου επιδεικτικά το πριόνι με το οποίο θα το έκοβα στη μέση. Παρατήρησα πως και εγώ και εκείνη, κοιτάζαμε προς το μέρος όπου κάθονταν η οικογένεια της. Η κοντέσα ηταν χλωμή, ακίνητη, σαν παγωμένη. Στο πρόσωπο του κόμη είχε πετρώσει ένα γελάκι περιφρόνησης, όμως άλλαξε σε καθαρό μίσος, όταν το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Ήθελα οπωσδήποτε κονιάκ, ένοιωθα να ιδροκοπώ σαν χοίρος που τον δένουν στο πάσαλο για να τον σφάξουν.  Κοίταξα την Κοντεσίνα που ήσυχα είχε ξαπλώσει στο κουτί. Τη ρώτησα αν θύμονταν τι έπρεπε να κάνει. Με κοίταζε ήσυχα και ήταν πολύ όμορφη, σκέφτηκα ότι, αυτή η ομορφιά είχε κάτι πέτρινο, είχε πετρώσει πάνω της και θα έμενε για πάντα έτσι, χωρίς να μπορέσει να γίνει έστω λίγο άσχημη, έστω για λίγο. Και αυτό ήταν μάλλον θλιβερό. Συνειδητοποίησα ότι ο ερεθισμός που είχα στο φύλο μου αδιάκοπα από την προηγούμενη όταν με τρέλανε πίσω στη σκάλα, είχε εξαφανιστεί. Αντίθετα καθώς έπαιρνα το πριόνι και η σάλα είχε βουβαθεί, θυμήθηκα τη μικρή πουτάνα στη Ρώμη τη τελευταία φορά που είχα πάει, έκανε πιάτσα πίσω από το Κολοσσαίο. Είχε λεπτές ροζ θηλές, μικρά σαν άγουρα αχλάδια στήθη και το στόμα της μύριζε από χαλασμένα δόντια και κακή τροφή. Ηταν μια μικρή τρυφερή, άσχημη πουτάνα, όμως τώρα την νοσταλγούσα και θα ήθελα να είμαι μαζί της, σε εκείνο το άθλιο δωμάτιο που με οδήγησε ο νταβατζής της, που μπορεί να ηταν αδελφός της ή και πατέρας της.

   Έγινε όπως το φανταζόμουν ότι θα γίνει, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η Κοντεσίνα άργησε να μαζέψει τα πόδια της, το πριόνι μπλέχτηκε σε μια πτυχή ή κορδόνι του φορέματος της. Φυσικά σταμάτησα να πριονίζω, η Κοντεσίνα τσίριξε και πετάχτηκε, όμως το φόρεμα τραβήχτηκε απότομα και σχίστηκε στα δυο και η ωραία ξαδέλφη μου, έμεινε με το δαντελωτό της εσώρουχο σε κοινή θέα. Χωρίς να χάσει χρόνο, και αδιαφορώντας που έμεινε με το μισοφόρι της, μου άστραψε το ηχηρότερο, τέλεια ζυγισμένο χαστούκι που έσκασε ποτέ σε μάγουλο άντρα από τον καιρό του Αδάμ και της Εύας. Η βρισιά της ακούστηκε καμπανιστή όπως και το σκαμπίλι. Bastardo, cornuto! Μπάσταρδε, κερατά! Η ορμή του χαστουκιού με εκσφενδόνισε προς τα πίσω, αναποδογυρίζοντας ένα τραπεζάκι με διάφορα εύθραυστα αντικείμενα που μέσα στην απόλυτη σιγή των πετρωμένων θεατών, ακούστηκε σαν να κατέρρευσε ολόκληρη τζαμαρία. Περίμενα πως η ξαδέλφη, θα ήταν εκτός εαυτού αλλα διαπίστωσα ότι είχε απολύτως τον έλεγχο. Ψυχρά και υπολογισμένα, άρχισε να εκσφενδονίζει ότι έβρισκε πρόχειρο κοντά της. Αναψυκτικά, γλυκά, χαρτόνια, κούπες και σερβίτσια.  Όπως και πρωτύτερα με το χειροκρότημα, η ενεργεία ήταν μεταδοτική, πριν συνέλθω από το σοκ του χαστουκιού και της πτώσης μου, άρχισαν να προσγειώνονται πάνω μου ότι έβρισκε ο κάθε πρόθυμος. Αρχικά η νεολαία, κάπως διστακτικά, αλλά γρήγορα επιτάχυναν σε ένα κρεσέντο λιθοβολισμού που συνοδεύονταν με αλαλαγμούς. Κάποιος είχε την ιδέα να μου πετάξει ένα παπούτσι. Ακολούθησαν οι μικροί μασκαράδες και μετά μπήκαν στο παιχνίδι με τσιρίδες χαράς οι κυρίες και μετά αρκετοί κύριοι. Δεν ήμουν σε θέση να δω αν ο κύριος κόμης συμμετείχε στο ευγενές αυτό άθλημα, καθώς προσπαθούσα να προφυλαχτώ θαμμένος κάτω από δεκάδες, γόβες, γοβάκια, μποτάκια, σκαρπίνια, λουστρίνια και ένα σωρό άλλα αντικείμενα, αιμορραγώντας από διάφορα κοψίματα. Κάποτε σταμάτησαν, κατάλαβα πως παρακολουθούσαν το θύμα, αν ακόμα ανάπνεε. Βογκούσα από τους πόνους και την ταπείνωση, αδυνατούσα να σηκωθώ. Κατάλαβα ότι οι μπράβοι του κόντε Μπομάρτσο, πήραν εντολή να με ξεφορτωθούν. Βρέθηκα πριν καλά καλά το καταλάβω πέρα από τους κήπους, σε μια εξώπορτα. Κάποιος με έφτυσε, μετά και άλλοι, με έβριζαν. Δεν με ενδιέφερε  τίποτα. Μια κλωτσιά έσκασε στην πλάτη μου και μια άλλη στην αριστερή πλευρά μου έκοψε την αναπνοή, κατάλαβα ότι δυο η τρία πλευρά έσπασαν, σκέφτηκα ότι, ο κόμης έδωσε εντολή να με αποτελειώσουν άπαξ και με πετούσαν έξω από την ιδιοκτησία του και ότι ήρθε το τέλος. Όμως με άφησαν εκεί και έφυγαν.

   Ανάσανα και πάλι, αν και με δυσκολία. Παρ’ όλο το πόνο, τον τρόμο, τον εξευτελισμό, χάρηκα με ένα άγνωστο είδος χαράς που δεν είχα υποπτευθεί πως μπορεί να υπάρχει. Κάτι, σαν να πήγαινα προς τη κόλαση και ξαφνικά ο κακός Άγγελος που με οδηγούσε, άλλαξε γνώμη στα καλά καθούμενα και μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία.  

 

Κ.Β. 25.1.2020

ARTFACTS BY Carel_Willink

ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΤΟ bomarzo