ΦΥΛΛΟΒΟΛΙΕΣ

2020-10-28 00:16

ΜΕΤΑ τη γερή νοτιά, γύρισε σε βοριαδάκι σήμερα. Ήδη από χτες γαλάζεψε το πέλαγος ύστερα από τόση θολούρα. Και σήμερα είναι όλα καθαρά, πλυμένα, διαυγή. Η ορατότητα από τις πιο σπάνιες. Φαίνονται εκτός από το Αγαθονήσι ευθεία μπροστά, οι Αρκιοί, οι Λειψοί και η Λέρος όπως υπολογίζω απ` τον χάρτη, μια υποψία η Πάτμος και ακόμα πιο κάτω ίσως η Κάλυμνος, δεν ξέρω …

Μεταμφιέζω τους φόβους και το εξουθενωτικό άγχος της Αθήνας σε άγχος για τα τυπικά των σπιτιών και των τακτοποιήσεών τους. Βασικά χρεώνω, κερδίζω, σκοτώνω, τρώω χρόνο. Αυτό το είδος που μου λείπει τώρα όλο και πιο βασανιστικά.

Σκάβω, τσαλαβουτώ στο παλιό σπίτι της μάνας μου που κληρονόμησα. Ανασύρω μικρά ενθύμια και δεκάδες, ίσως εκατοντάδες φωτογραφίες. Τις κουβαλώ εδώ κάτω για να τις μελετήσω. Φυσικά εδώ, δίπλα σ` αυτή τη θάλασσα δυσκολεύομαι  και τ΄ αφήνω για άλλη μέρα.

Δίπλα από εκεί που κάθομαι, στην αυλή του παρατημένου σπιτιού του Φωκίωνα, ένα και μοναδικό, άγνωστο, παμπάλαιο, ταπεινό δεντράκι φυλλοβολεί. Όταν έφτασα προχθές, είχαν πέσει ελάχιστα φύλλα, κρατούσε τα περισσότερα. Η άγρια νοτιά, που λύσσαξε το Σάββατο και σταδιακά υποχώρησε τη Δευτέρα, του πήρε κάτι λίγα ακόμα, αλλά σαν από πείσμα αρνήθηκε να ενδώσει. Τώρα με την μπουνάτσα και το λεπτό, απαλό βοριαδάκι, αποφάσισε πως τώρα ήρθε η ώρα... Σε κάθε θρόισμα αφήνει ευγενικά πέντε έξι φυλλαράκια να αιωρηθούν με χάρη. Κάτω υπάρχει ήδη ένα χαλί από ξερά. Νομίζω μέσα σε δυο, το πολύ τρεις μέρες θα έχουν πέσει όλα.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό το χαλί από φύλλα που στρώθηκε σήμερα. Άραγε με κάποια άγνωστη φυτική θέληση να τα κρατούσε πάνω του, πεισματάρικα ενάντια στο κακό καιρό; Μόλις γαλήνεψε, σαν να του `δώσε ο ουρανός ένα φιλί και αυτό έτοιμο, γυμνώθηκε;

Τείνω να πιστέψω πως ναι, σίγουρα, εφόσον υπάρχει στα φυτά μια ιδιαίτερη ευφυΐα, θα πρέπει να συνοδεύεται από μια εξίσου μυστήρια θέληση. Παρόλο που δεν είναι τίποτα σπουδαίο δέντρο -κανένας δεν του δίνει σημασία - η εκτίμησή μου γι΄ αυτό έχει μεγαλώσει, το ίδιο και θαυμασμός μου …

Κ.Β.

 Ποτοκάκι,  30.09.2020, Τετάρτη.

 

ΚΑΘΙΣΑ στο τραπέζι του μπροστινού δωματίου που βλέπει στη θάλασσα, άναψα το πορτατίφ και άρχισα να αναρωτιέμαι. Τι είναι καλύτερο να κάμω, να γράψω, να διαβάσω ή να αντιγράψω; Μου αρέσουν και δεν μου αρέσουν όλα το ίδιο, με δυσκολεύουν και δεν με δυσκολεύουν το ίδιο, επίσης.

Σηκώθηκα, έπλυνα μερικά σταφύλια, τα έφαγα διαβάζοντας αυτά που θα αντέγραφα. Ξανασηκώθηκα, έσιαξα  την καρέκλα, πήγα τουαλέτα, απάντησα στο κινητό.

Να λοιπόν, που γράφω για όλες αυτές τις ασημαντότητες.

Και λοιπόν; Tι θα γίνει;

Πίσω, από εδώ που κάθομαι είναι ένας καναπές μισοδιαλυμένος και στην αυλή ένα σιδερένιο τραπέζι με κρύσταλλο. Και στα δυο επάνω  βρίσκονται κουτιά ξύλινα, σιδερένια και χάρτινα, τσάντες και ένας αρχαίος χαρτοφύλακας. Είναι όλα γεμάτα με φωτογραφίες, σκόρπιες ή σε άλμπουμ, γράμματα, σημειώσεις, αλληλογραφία. Όλα έχουν την υφή του παλιοκαιρισμένου, σαν ο χρόνος να έχει υλοποιηθεί σε σκόνη που κάθισε επάνω τους και αφαίρεσε κάθε ίχνος στιλπνότητας, λείας επιφάνειας.

Ασυναίσθητα νιώθω σαν να βρωμίζω, κάθε φορά που πιάνω αυτά τα παλιά των νεκρών μου, πάω στον νεροχύτη και σαπουνίζω τα χέρια μου.

Τα μάζεψα όπως μπορούσα, περισσότερο με άγχος παρά με συγκίνηση, πιο πολύ από περιέργεια παρά με συναίσθημα. Συγγενείς και τελείως άγνωστοι, σχεδόν όλοι πεθαμένοι σήμερα με κοιτάνε από τον περασμένο αιώνα. Ανάμεσα σε αυτούς κι εμείς μωρά, νήπια και παιδιά. Μετά στοπ.

Το σπίτι ξέμεινε από ανθρώπους μέχρι που το  κληρονόμησα, μαζί και αυτούς... Τις εικόνες τους, τα σοβαρά τους βλέμματα. Τα καλά τους ρούχα. Τις γιορτές και τις τελετές τους, τις εκδρομές, τις σχόλες τους. Τα ταξίδια τους, τους ξενιτεμούς και τους ξενιτεμένους.

Ας μου πει κάποιος πώς, με τι διάθεση, να ανοίξω ένα από τα βιβλία που κουβάλησα εδώ, πώς να ανοίξω το υπολογιστή, πώς να γράψω και γιατί.

Εκεί στον καναπέ και στο τραπέζι της αυλής, κουστωδίες μες στη σκόνη περιμένουν υπομονετικά, να ανοιχτούν, να διαβαστούν, να υπάρξουν για μια φορά.

Δεν είμαι άκαρδος, αλλά απόψε η νύχτα είναι γλυκιά και το φεγγάρι ολόγιομο. Είναι πανσέληνος. Έτσι λέω να αφιερώσω τη βραδιά στο μόνο ζωντανό που υπάρχει εδώ. Να βγω έξω στη βεράντα και να καπνίσω, ξοδεύοντας έτσι επιπλέον πολύτιμο χρόνο.

Αυτοί εκεί πίσω μπορούν να περιμένουν λίγο ακόμα.

Κ.Β. 

Ποτοκάκι, Πέμπτη 1.10.2020

 

ΔΙΑΒΑΖΩ  λυπητερά βιβλία. Το ένα πίσω απ` το άλλο. Βιβλία με ιστορίες σκληρές και απελπισμένες. Ακόμα και τα κάπως πιο ελαφρά, εύθυμα  βιβλία μου, διηγούνται φρικτές, απέλπιδες και ανέλπιδες ιστορίες.

Νομίζω πως δεν υπάρχει αισιόδοξη λογοτεχνία. Αν έπεφτε στα χέρια μου, μια χαρωπή, ελπιδοφόρα ιστορία, ένα μυθιστόρημα, θα το πετούσα στα σκουπίδια αμέσως.

Νομίζω πως μόνο σκληρά, λυπητερά βιβλία μπορώ να διαβάσω.

Νομίζω πως δεν μπορεί να υπάρχει άλλου είδους διήγηση. Όχι τώρα, όχι σ` αυτό τον κόσμο.

Άραγε υπήρξε ποτέ, κάτι που να μην στάζει αίμα;

Βλακείες! Σκέπτομαι βλακωδώς βλακείες, δίπλα στη θάλασσα, νύχτα στη βεράντα του παράλιου σπιτιού.

ΣΗΜΕΡΑ πήγα να αποχαιρετίσω τους ελάχιστους εναπομείναντες συγγενείς μου στο χωριό. Είναι όλοι γέροι, εγκιβωτισμένοι στην ανημποριά, φοβισμένοι από το τέλος που έρχεται αμείλικτα. Μισιούνται μεταξύ τους κυρίως εξ αιτίας του φόβου και της ανημποριάς τους. Αλλα και από συνήθεια. Ίσως πιο πολύ από συνήθεια. Απλά φυραίνουν και τρομάζουν κάθε χρόνο περισσότερο.

Κι όμως υπήρξαν νέοι και μάλλον όμορφοι. Δεν θα έλεγα ότι το σόι μου είναι όμορφο αλλα είχαν στη νιότη τους, τη δροσιά της και φως στα καθαρά ακόμα μάτια τους. Τώρα τέλος. Μόνο φωτογραφίες. Μου έδωσε η θεία μερικές, όπου εγώ είμαι μικρός πολύ, νήπιο. Αλλα εγώ προτίμησα να πάρω μαζί μου δυό, τρεις με εκείνη στα νιάτα της. Νάτη, είναι 22 χρονών, κεφάτη, δυνατή, χαμογελαστή, μια ευγενής!

Αυτές οι μοναχικές ζωές όπως ξέμειναν σε αυτό το θνήσκον, σακατεμένο χωριό με ενδιαφέρουν  για κάποιο λόγο.

Τον ξέρω αυτό το λόγο. Είναι επειδή τους ακουλουθώ και εγώ σε αυτή τη κάθοδο. Ψυχρά βλέπω εμένα μέσα από τις φωτογραφίες αυτών των γερόντων, που κάποτε υπήρξαν υψιπετείς, δυνατοί- και όπως δηλώνουν στο φακό- ανέμελοι.

Κοιτώ αυτές τις φωτογραφίες χωρίς συγκίνηση, μόνο με απορία και κάποια έκπληξη. Αυτή η υλοποίηση του χρόνου, του παρελθοντικού μπρος στα μάτια μου με γεμίζει ανησυχία και άγχος.

Πιο πολύ τώρα, απόψε, μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, δίπλα στην αδιάφορη θάλασσα με το μέλλον να μου ουρλιάζει στο αυτί.

Κ.Β.

Ποτοκάκι, Παρασκευή 9.10.2020

 

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ μέρα, εδώ είναι θρίαμβος. Πιο διαυγής, λαμπερή, ηλιόλουστη μέρα δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Τα γαλάζια της θάλασσας και του ουρανού συναντιώνται μπροστά μου ευρυγώνια, άπλετα. Σπαρταριστό, λουλακί το χρώμα του νερού, ελαφρά ρυτιδωμένο απ` το λεπτό ΒΑ αεράκι, με το θαλασσί ουράνιο θόλο πάνωθε. Ευγενικά άσπρα πανάκια αρμενίσουν στο μεταίχμιο τους. Παρατηρώ ένα, το πιο κοντινό, δυο ώρες πριν ταξίδευε δυτικά, μα τώρα το βλέπω να επιστρέφει προς το Τηγάνι.

Οι γάτες είναι η μόνη μου συντροφιά  από προχθές. 5 αδελφάκια και η υπέροχη μαμά τους. Μεγάλωσαν αλλα ακόμα τα αφήνει να θηλάζουν. Σκίζεται η καρδιά μου που θα τα αφήσω. Δεν θα επιζήσουν του χειμώνα. Ποτέ δεν έχω δει το ίδιο γατί να εμφανίζεται την επομένη χρονιά, όταν έρχομαι κάθε καλοκαίρι στο νησί, εδώ και αρκετά χρόνια. Ίσως δεν θα έπρεπε να τα ταΐζω. Αλλα όμως τα ταΐζω και με το παραπάνω.

Σε λίγο με βαριά καρδιά θα κατέβω το τσιμέντο της βεράντας για το τελευταίο μπάνιο του 2020.

Σκέπτομαι πως αυτό το μέρος μου χαρίζει την ομορφιά του, έβαλε τα καλά του να με ξεπροβοδίσει και εγώ ειμαι βαρύς, αμίλητος, ακινητοποιημένος.

Μέσα σε τόση ευγενική ομορφιά ειμαι ένας αχαρακτήριστος αχάριστος.

Κ.Β.

Ποτοκάκι, Σάμος, Σαββάτο 10.10.2020