ΑΦΟΡΜΕΣ

2020-10-02 00:13

Κάθισα στο τραπέζι του μπροστινού δωματίου που βλέπει προς τη θάλασσα, άναψα το πορτατίφ και άρχισα να αναρωτιέμαι. Τι είναι καλύτερο να κάνω να γράψω, να διαβάσω ή να αντιγράψω; Μου αρέσουν και δεν μου αρέσουν όλα το ίδιο. Με δυσκολεύουν και δεν με δυσκολεύουν το ίδιο.

Σηκώθηκα, έπλυνα μερικά σταφύλια, τα έφαγα, διαβάζοντας αυτά που θα αντέγραφα. Ξανασηκώθηκα, έσιαξα την καρέκλα μου, πήγα τουαλέτα, απάντησα τα μηνύματα στο κινητό.

Να, λοιπόν που γράφω για όλες αυτές τις ασημαντότητες. Λοιπόν; Τι θα γίνει; 

Πίσω μου βρίσκεται ένας καναπές μισοδιαλυμένος και στην αυλή ένα μασίφ σιδερένιο τραπέζι με κρύσταλλο. Και στα δυο επάνω βρίσκονται κουτιά, ξύλινα και σιδερένια, τσάντες, ένας αρχαίος  χαρτοφύλακας. Είναι όλα γεμάτα με φωτογραφίες, σκόρπιες και σε άλμπουμ ή λευκώματα, γράμματα, σημειώσεις, αλληλογραφία. Όλα έχουν την υφή του πολυκαιρισμένου, σαν ο χρόνος να έχει υλοποιηθεί σε σκόνη που κάθισε πάνω τους αφαιρώντας κάθε ίχνος στιλπνότητας, λείας επιφάνειας.

Ασυναίσθητα, κάθε φορά που πιάνω αυτά το παλιά των νεκρών μου, νοιώθω να βρωμιζω, τότε πάω στο νεροχύτη και σαπουνίζω τα χεριά μου.

 Όλα αυτά, τα μάζεψα όπως μπορούσα, από το σπίτι στο χωριό, περισσότερο από άγχος παρά με συγκίνηση, πιο πολύ από περιέργεια παρά με συναίσθημα. Συγγενείς κοντινοί και μακρινοί, κάποιοι τελείως άγνωστοι, οι περισσότεροι πεθαμένοι - ίσως να υπάρχουν λίγοι υπερήλικες ακόμα- με κοιτάνε από τον περασμένο αιώνα. Ανάμεσα σε αυτούς και μείς, μωρά, παιδιά, έφηβοι. Μετά ξαφνικά στοπ... Το σπίτι ξέμεινε από ανθρώπους, πάλιωσε, μέχρι που το άνοιξα και κληρονόμησα μαζί του και αυτούς... Τις εικόνες τους, τα σοβαρά τους βλέμματα. Τα καλά τους ρούχα. Τις γιορτές τους και τις τελετές, τα ευχετήρια τους, τις εκδρομές, τα γενέθλια, τα ταξίδια τους, τους ξενιτεμούς και τους ξενιτεμένους.

Ας μου πει κάποιος πως, με τι διάθεση να ανοίξω ένα από τα βιβλία που κουβάλησα εδώ, πως να αντιγράψω ότι έχω προς αντιγραφή, πώς να γράψω και γιατί.

Εκεί, στον καναπέ και στο τραπέζι της αυλής κουστωδίες περιμένουν υπομονετικά, να ανοιχτούν, να αεριστούν, να διαβαστούν, να υπάρξουν για μια φορά.

Δεν είμαι άκαρδος, αλλά απόψε η νύχτα είναι γλυκιά και το φεγγάρι ολόγιομο, πανσέληνος. Έτσι λέω να αφιερώσω τη βραδιά στον μόνο ζωντανό που υπάρχει εδώ. Να βγω έξω στη βεράντα και καπνίσω, ξοδεύοντας λίγο ακόμα πολύτιμο χρόνο.

 Αυτοί εκεί πίσω, μπορούν να περιμένουν λίγο ακόμα…  

Κ.Β. 1.10.2020

Ποτοκάκι, Σάμος.